Η παχυσαρκία επηρεάζει τη γονιμότητα μέσω πολλαπλών μηχανισμών. Πρωτίστως, προκαλεί ανωδονία στην ωορρηξία, καθώς η αυξημένη περιφέρεια μέσης και τα υψηλά επίπεδα λιπιδίων επηρεάζουν τον άξονα υπόφυσης-ωοθηκών, διαταράσσοντας την εκκριση ορμονών όπως η GnRH, η LH και η FSH. Αυτό οδηγεί σε ανωοθυλακιορρηξία ή σε ακανόνιστες ωορρηξίες, μειώνοντας τις πιθανότητες εγκυμοσύνης.
Επιπλέον, η παχυσαρκία αυξάνει την αντίσταση στην ινσουλίνη, η οποία συχνά συνυπάρχει με το ΣΠΩ. Η υπερλειτουργία της ινσουλίνης διεγείρει την παραγωγή ανδρογόνων στις ωοθήκες, επιδεινώνοντας τον υπερανδρογονισμό, ο οποίος με τη σειρά του επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη των ωοθυλακίων και την ωορρηξία. Αυτό δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο, όπου η αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη και τα ανδρογόνα επιδεινώνουν τα συμπτώματα του ΣΠΩ και μειώνουν τη γονιμότητα.
Επιπλέον, η παχυσαρκία μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα του ωαρίου και την ενδομήτρια υποδοχή, καθιστώντας πιο δύσκολη την επίτευξη εγκυμοσύνης και αυξάνοντας τον κίνδυνο αποβολών. Οι γυναίκες με ΣΠΩ και παχυσαρκία έχουν συχνά αυξημένο κίνδυνο αποτυχημένων προσπαθειών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Η διατήρηση υγιούς σωματικού βάρους μέσω διατροφής και άσκησης αποτελεί βασική στρατηγική για τη βελτίωση της γονιμότητας στις γυναίκες με ΣΠΩ και παχυσαρκία. Η απώλεια βάρους ακόμη και 5-10% μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση στην ωορρηξία και την εγκυμοσύνη. Επιπλέον, η φαρμακευτική αγωγή, όπως η χρήση μετφορμίνης για την αντιμετώπιση της αντίστασης στην ινσουλίνη, και η κατάλληλη ορμονική θεραπεία μπορούν να βοηθήσουν στη διαχείριση των συμπτωμάτων και στη βελτίωση της γονιμότητας.

Συνολικά, η παχυσαρκία αποτελεί σημαντικό παράγοντα που επιδεινώνει το ΣΠΩ και περιορίζει τις πιθανότητες γονιμότητας. Η έγκαιρη διάγνωση και η ολοκληρωμένη προσέγγιση με αλλαγές στον τρόπο ζωής και ιατρική υποστήριξη είναι καθοριστικές για τη βελτίωση των πιθανοτήτων εγκυμοσύνης και την υγεία της γυναίκας συνολικά.