Η νόσος του κολυμβητή προκαλείται από την εισχώρηση μικροβίων ή μυκήτων στον έξω ακουστικό πόρο, ιδιαίτερα όταν αυτός είναι υγρός και ερεθισμένος. Το νερό που παραμένει μέσα στο αυτί δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη αυτών των μικροοργανισμών. Επιπλέον, το συχνό τρίψιμο ή ο καθαρισμός με μπατονέτες μπορεί να προκαλέσει μικροτραυματισμούς στο δέρμα του αυτιού, διευκολύνοντας την είσοδο των μικροβίων.
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν πόνο που εντείνεται κατά την πίεση στο αυτί ή κατά το τρέξιμο, κνησμό, ερυθρότητα και έκκριση υγρού ή πύου. Ο πόνος μπορεί να γίνει ιδιαίτερα έντονος και να συνοδεύεται από αίσθηση βουλώματος ή μείωση της ακοής. Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να παρουσιαστεί πυρετός και γενική αδιαθεσία. Το καλοκαίρι καθίσταται η πιο επικίνδυνη περίοδος για την εμφάνιση της νόσου, λόγω της αυξημένης συχνότητας κολύμβησης και της έκθεσης στο υγρό περιβάλλον. Επιπλέον, ο ήλιος και η ζέστη επιδεινώνουν την κατάσταση, κάνοντας την περιοχή πιο ευαίσθητη και επιρρεπή σε φλεγμονή.
Για την πρόληψη, είναι σημαντικό να αποφεύγεται η παραμονή νερού στον ακουστικό πόρο, να στεγνώνουμε καλά το αυτί μετά το μπάνιο ή το κολύμπι, και να αποφεύγουμε τον ερεθισμό ή τον τραυματισμό του δέρματος στο αυτί. Σε περίπτωση εμφάνισης συμπτωμάτων, η επίσκεψη στον γιατρό είναι απαραίτητη. Ο ειδικός μπορεί να χορηγήσει αντιβιοτικές ή αντιμυκητιασικές σταγόνες και να συστήσει την αποφυγή κολύμβησης μέχρι την ανάρρωση.

Η νόσος του κολυμβητή, αν αντιμετωπιστεί εγκαίρως και σωστά, έχει καλή πρόγνωση. Ωστόσο, η επανεμφάνισή της μπορεί να αποφευχθεί με την τήρηση των βασικών κανόνων υγιεινής και προφύλαξης, ώστε το καλοκαίρι να παραμείνει εποχή διασκέδασης και όχι επώδυνης εμπειρίας για τα αυτιά.