Οι γενετικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν διάφορα συστήματα που εμπλέκονται στη διαδικασία της στύσης, όπως το αγγειακό σύστημα, το ενδοκρινικό σύστημα και το νευρικό σύστημα. Ένα από τα πιο σημαντικά γονίδια που σχετίζονται με τη σεξουαλική λειτουργία είναι το γονίδιο που κωδικοποιεί το ένζυμο nitric oxide synthase (NOS). Το ένζυμο αυτό παράγει το νιτρικό οξείδιο (NO), το οποίο είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη και διατήρηση της στύσης.
Το γονίδιο NOS1 (που κωδικοποιεί το νευρωνικό μορφότυπο του ενζύμου) και το NOS3 (που κωδικοποιεί το ενδοθηλιακό μορφότυπο) έχουν βρεθεί να παίζουν ρόλο στη ρύθμιση της αιματικής ροής και της αγγειοδιαστολής του πέους. Μεταλλάξεις ή διαταραχές σε αυτά τα γονίδια μπορούν να μειώσουν την παραγωγή NO, οδηγώντας σε δυσκολίες στην επίτευξη στύσης.
Επιπλέον, γονίδια που ρυθμίζουν το ενδοκρινικό σύστημα, όπως το γονίδιο του υποθαλάμου και της υπόφυσης που επηρεάζουν την παραγωγή τεστοστερόνης, επίσης διαδραματίζουν ρόλο. Η τεστοστερόνη είναι βασική για την σεξουαλική επιθυμία και λειτουργία. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο στυτικής δυσλειτουργίας.
Άλλες γενετικές μεταλλάξεις ή πολυμορφισμοί σε γονίδια που επηρεάζουν το καρδιαγγειακό σύστημα, όπως τα γονίδια που ρυθμίζουν την αγγειακή λειτουργία ή την φλεγμονή, μπορούν επίσης να αυξήσουν τον κίνδυνο ΣΔ, δεδομένου ότι η κακή αιματική κυκλοφορία είναι συχνά η αιτία. Τέλος, η γενετική ευαισθησία σε διαταραχές όπως ο διαβήτης, η υπέρταση και η καρδιακή νόσος, που συχνά συνοδεύονται από γενετικά χαρακτηριστικά, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο στυτικής δυσλειτουργίας.

Συνοψίζοντας, η γενετική συμβολή στη στυτική δυσλειτουργία είναι σημαντική και βασίζεται σε ποικίλα γονίδια που επηρεάζουν την αιματική ροή, την ενδοκρινική λειτουργία και τη νευρική διαβίβαση. Η περαιτέρω έρευνα στον τομέα αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε πιο εξατομικευμένες θεραπείες και στην καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών που οδηγούν στην διαταραχή αυτή.