Οι αιτίες της διαταραχής είναι ποικίλες. Ψυχολογικοί παράγοντες όπως το άγχος, η κατάθλιψη, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, το στρες ή προηγούμενες αρνητικές εμπειρίες μπορούν να επηρεάσουν την επιθυμία. Κοινωνικοί παράγοντες, όπως οι διαπροσωπικές συγκρούσεις ή η έλλειψη επικοινωνίας με τον σύντροφο, επίσης παίζουν ρόλο. Επιπλέον, οργανικά αίτια περιλαμβάνουν ορμονικές διαταραχές (π.χ. χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης), παθήσεις όπως διαβήτης, καρδιαγγειακά νοσήματα, ή παρενέργειες φαρμάκων (π.χ. αντικαταθλιπτικά).
Η αντιμετώπιση της διαταραχής περιλαμβάνει μια ολιστική προσέγγιση. Ψυχοθεραπευτικές μέθοδοι, όπως η σεξουαλική θεραπεία ή η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία, μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των ψυχολογικών παραγόντων. Η βελτίωση της επικοινωνίας με τον σύντροφο και η αντιμετώπιση τυχόν διαπροσωπικών θεμάτων είναι επίσης σημαντικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ιατρική αξιολόγηση και η θεραπεία με ορμονικά σκευάσματα ή φάρμακα που αυξάνουν τη σεξουαλική επιθυμία μπορεί να είναι απαραίτητα.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η μειωμένη σεξουαλική επιθυμία δεν αποτελεί απλώς ζήτημα «ανδρικής αδυναμίας», αλλά μια σύνθετη κατάσταση που απαιτεί ευαισθησία και κατάλληλη αντιμετώπιση. Η ανοικτή επικοινωνία με τον σύντροφο και η αναζήτηση βοήθειας από ειδικούς μπορούν να βοηθήσουν στην επανάκτηση της σεξουαλικής ικανοποίησης και της καλής ψυχολογικής κατάστασης.