Στη διάγνωση, η χρήση υπερηχογραφίας αποτελεί πλέον το βασικό εργαλείο για την ανίχνευση όζων και παθολογικών αλλαγών στον αδένα. Ταυτόχρονα, η εξέταση του επιπέδου των ορμονών TSH, T3 και T4 στο αίμα παραμένει κρίσιμη. Νεότερα εργαστηριακά τεστ, όπως η μέτρηση των αντισωμάτων κατά του θυρεοειδούς (π.χ. anti-TPO, anti-TG), βοηθούν στη διάγνωση αυτοάνοσων νοσημάτων όπως η θυρεοειδίτιδα Hashimoto και η νόσος του Graves.
Μία σημαντική εξέλιξη είναι η χρήση του σπινθηρογραφήματος, που επιτρέπει την αξιολόγηση της λειτουργικής κατάστασης του θυρεοειδούς και τη διαφοροδιάγνωση μεταξύ τοξικού και μη τοξικού αδένων, καθώς και την ανίχνευση υπερπλαστικών ή καρκινικών όζων. Επιπλέον, η ανάπτυξη των μοριακών τεχνικών, όπως η ανάλυση γονιδιακών μεταλλάξεων και γενετικών μοτίβων, προσφέρει νέες δυνατότητες στην εξατομίκευση της θεραπείας.
Στην αντιμετώπιση, η φαρμακευτική αγωγή παραμένει η βάση για τις περισσότερες παθήσεις. Για την υπερθυρεοειδία, χρησιμοποιούνται αντιθυρεοειδικά φάρμακα (π.χ. προπιθυουρακίλη), ενώ η θυρεοειδεκτομή ή η ραδιοϊωδιοθεραπεία προτιμώνται σε επιλεγμένες περιπτώσεις. Για την υποθυρεοειδία, η χορήγηση λεβοθυροξίνης αποτελεί την κλασική και αποτελεσματική επιλογή.

Νεότερα δεδομένα στη διαχείριση των θυρεοειδικών παθήσεων επικεντρώνονται στην εξατομίκευση της θεραπείας, λαμβάνοντας υπόψη τα γενετικά και βιολογικά χαρακτηριστικά του ασθενούς. Η χρήση νέων φαρμακευτικών σωμάτων, η βελτίωση των χειρουργικών τεχνικών και η εφαρμογή της ελάχιστα επεμβατικής ραδιοχειρουργικής τεχνολογίας συμβάλλουν στην καλύτερη ποιότητα ζωής των ασθενών. Τέλος, η έγκαιρη διάγνωση και η ολοκληρωμένη αντιμετώπιση, σε συνδυασμό με την συνεχή έρευνα, διασφαλίζουν την αποτελεσματικότερη διαχείριση των παθήσεων του θυρεοειδούς, προάγοντας την υγεία και την ευεξία των ασθενών.