Η μελέτη, που πραγματοποιήθηκε σε μεγάλο δείγμα ατόμων ηλικίας 50 ετών και άνω, συνέκρινε ασθενείς που ακολούθησαν διαλείμματα νηστείας με αυτούς που είχαν κανονική διατροφή χωρίς συγκεκριμένους περιορισμούς. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από ιατρικές βάσεις και περιελάμβαναν πληροφορίες για το είδος της νόσου, τη συχνότητα και τη διάρκεια της νηστείας, καθώς και την τελική έκβαση σε όρους θνησιμότητας.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, σε γενικές γραμμές, οι ασθενείς που εφάρμοζαν διαλειμματική νηστεία παρουσίασαν μειωμένο ποσοστό θνησιμότητας σε σύγκριση με όσους δεν την ακολουθούσαν. Ωστόσο, η επίδραση ήταν πιο εμφανής στους ασθενείς με καρδιακή νόσο, όπου η νηστεία συσχετίστηκε με σημαντική μείωση των θανάτων από καρδιαγγειακά επεισόδια. Αντίθετα, στους ασθενείς με καρκίνο, η σχέση ήταν πιο πολύπλοκη, με ορισμένες περιπτώσεις να δείχνουν βελτίωση, ενώ άλλες να εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο.
Οι ερευνητές υπογράμμισαν ότι η διαλειμματική νηστεία μπορεί να έχει οφέλη τόσο στην καρδιακή υγεία όσο και στη διαχείριση του καρκίνου, πιθανώς μέσω μηχανισμών όπως η βελτίωση του μεταβολισμού, η μείωση της φλεγμονής και η ενεργειακή περιοριστική δράση στα καρκινικά κύτταρα. Ωστόσο, τόνισαν επίσης ότι η εφαρμογή της πρέπει να γίνεται με προσοχή και υπό ιατρική παρακολούθηση, ιδιαίτερα σε ασθενείς με σοβαρές παθήσεις ή χαμηλά επίπεδα θρεπτικών συστατικών.

Συμπερασματικά, η έρευνα αυτή προσθέτει στη συζήτηση σχετικά με το ρόλο της διαλειμματικής νηστείας στη χρόνια νόσο, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για περαιτέρω μελέτες που θα αξιολογήσουν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα αυτής της στρατηγικής σε διαφορετικές κατηγορίες ασθενών. Με την κατάλληλη καθοδήγηση και παρακολούθηση, η διαλειμματική νηστεία μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο στη βελτίωση της ποιότητας ζωής και της επιβίωσης σε άτομα με καρδιακή νόσο ή καρκίνο.