Δυσκοιλιότητα

Η ανεπάρκεια βιταμίνης D πιθανώς υπερεκτιμάται

Η ανεπάρκεια βιταμίνης D πιθανώς υπερεκτιμάται
 Σε νέα μελέτη ιατροί προειδοποιούν για τη βιταμίνη D και πάλι, αλλά όχι ότι «χρειαζόμαστε περισσότερη». Αντ ‘αυτού, ισχυρίζονται ότι πραγματοποιούνται πάρα πολλές περιττές εξετάσεις και πάρα πολλοί άνθρωποι λαμβάνουν πολλά χάπια για ένα πρόβλημα που λίγοι αντιμετωπίζουν πραγματικά. Η βιταμίνη D χρήσιμη για γερά οστά και μπορεί να παίξει ρόλο και σε άλλα προβλήματα […]

 Σε νέα μελέτη ιατροί προειδοποιούν για τη βιταμίνη D και πάλι, αλλά όχι ότι «χρειαζόμαστε περισσότερη». Αντ ‘αυτού, ισχυρίζονται ότι πραγματοποιούνται πάρα πολλές περιττές εξετάσεις και πάρα πολλοί άνθρωποι λαμβάνουν πολλά χάπια για ένα πρόβλημα που λίγοι αντιμετωπίζουν πραγματικά.

Η βιταμίνη D χρήσιμη για γερά οστά και μπορεί να παίξει ρόλο και σε άλλα προβλήματα υγείας, αν και αυτό είναι πολύ λιγότερο βέβαιο. Παρανοήσεις σχετικά με τη συνιστώμενη ποσότητα βιταμίνης D έχουν οδηγήσει σε παρερμηνεία των εξετάσεων αίματος και πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι χρειάζονται περισσότερη βιταμίνη, απ’ ότι  πραγματικά απαιτείται, λένε χαρακτηριστικά ειδικοί στο New England Journal of Medicine. Ερμηνεύοντας τον εργαστηριακό έλεγχο, λιγότερο από το 6% των Αμερικανών ηλικίας 1 έως 70 ετών έχουν ανεπάρκεια βιταμίνης D και μόνο το 13% κινδυνεύει να μην λαμβάνει αρκετή βιταμίνη D. Αυτό είναι ανησυχητικό, «αλλά αυτά τα επίπεδα ανεπάρκειας δεν αποτελούν πανδημία”, γράφουν οι συντάκτες του άρθρου. Ωστόσο, κάποιοι πιστεύουν ότι μπορεί να υφίσταται πανδημία έλλειψης βιταμίνης D.

Εξετάσεις αίματος για μέτρηση του επιπέδου της βιταμίνης D δεν συνιστώνται, εκτός αν υπάρχει υποψία προβλήματος όπως απώλεια οστικής πυκνότητας. Στις ΗΠΑ το πλήθος εξετάσεων μέτρησης της βιταμίνης D αυξήθηκε 83 φορές μεταξύ 2000-2010, φτάνοντας τις 8,7 εκατομμύρια μετρήσεις το περασμένο έτος (στοιχίζοντας $ 40 ανά μέτρηση). Είναι η πέμπτη πιο κοινή εργαστηριακή μέτρηση, ακολουθώντας τα επίπεδα της χοληστερόλης και προηγούμενη της μέτρησης σακχάρου στο αίμα, του ελέγχου για λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος και τον έλεγχο του καρκίνου του προστάτη. «Δεν είμαι σίγουρος για το πότε έγινε δημοφιλές να ελέγχονται άπαντες για ανεπάρκεια βιταμίνης D,”» αλλά οι ασθενείς συχνά ρωτούν για αυτό, δήλωσε ο Δρ Kenny Lin, από το Πανεπιστήμιο Georgetown. Η χρήση βιταμίνης D σε μορφή χαπιού αυξήθηκε επίσης, από το 5 % των Αμερικανών το 1999 σε 19 % το 2012.

Αυτό μπορεί να οφείλεται σε πολλές εργασίες που υποδείκνυαν βλάβη από πολύ λίγη «βιταμίνη του ήλιου», όπως ονομάζεται επειδή το δέρμα μας κάνει παράγει βιταμίνη D από την έκθεση στον ήλιο. Είναι δύσκολο να λάβει κανείς αρκετή βιταμίνη D το χειμώνα ή από διαιτητικές πηγές όπως το γάλα και τα λιπαρά ψάρια, αν και πολλά άλλα τρόφιμα και ποτά είναι εμπλουτισμένα με βιταμίνη D και οι ετικέτες συσκευασίας στα τυποποιημένα προϊόντα σύντομα θα πρέπει να φέρουν τις εν λόγω πληροφορίες. Πάρα πολύ βιταμίνη D μπορεί να οδηγήσει σε υψηλά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα, και μπορεί να προκαλέσει ναυτία, δυσκοιλιότητα, νεφρολιθίαση, μη φυσιολογικό καρδιακό ρυθμό και άλλα προβλήματα. Έχει υπολογισθεί ότι, κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι χρειάζονται περίπου 400 διεθνείς μονάδες βιταμίνης D ημερησίως, και 600 μονάδες για άτομα άνω των 70, είτε από τη διατροφή είτε από συμπληρώματα διατροφής, λέει η Δρ Joann Manson του Νοσοκομείου Brigham and Women της Βοστόνης. «Παραλείψετε το τεστ αίματος αν δεν έχετε ειδικούς παράγοντες κινδύνου».