Ηπατίτιδες

Οι ηπατίτιδες Β & C αυξάνουν τον κίνδυνο Πάρκινσον

Οι ηπατίτιδες Β & C αυξάνουν τον κίνδυνο Πάρκινσον
Οι ηπατίτιδες Β & C φαίνεται να αυξάνουν τον κίνδυνο νόσου Πάρκινσον (PD), σύμφωνα με μία ερευνητική εργασία που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Neurology. Η αιτιολογία της PD είναι πολύπλοκη, και διάφοροι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών τοξινών και των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων, έχουν προταθεί ότι μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο της νόσου. Δύο πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες […]

Οι ηπατίτιδες Β & C φαίνεται να αυξάνουν τον κίνδυνο νόσου Πάρκινσον (PD), σύμφωνα με μία ερευνητική εργασία που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Neurology. Η αιτιολογία της PD είναι πολύπλοκη, και διάφοροι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών τοξινών και των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων, έχουν προταθεί ότι μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο της νόσου. Δύο πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες στην Ταϊβάν διαπίστωσαν συσχέτιση μεταξύ της ηπατίτιδας C και του κινδύνου Πάρκινσον, δήλωσε η Julia Pakpoor, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (Αγγλία), και οι συνεργάτες της.

Για να διερευνήσουν περαιτέρω αυτή τη σχέση, οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια αναδρομική μελέτη κοόρτης χρησιμοποιώντας δεδομένα από τα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας σε όλη την Αγγλία για τα έτη 1999-2011. Αξιολόγησαν τον κίνδυνο για ανάπτυξη PD μεταξύ 21.633 ατόμων με ηπατίτιδα Β, 48428 ατόμων με ηπατίτιδα C, 6225 ατόμων με αυτοάνοση ηπατίτιδα, 4234 ατόμων με χρόνια ενεργό ηπατίτιδα, 19.870 ασθενών με HIV, και 6.132.124 άτομα με άλλες διαταραχές, ως ομάδα ελέγχου.

Ο κίνδυνος ανάπτυξης PD αυξήθηκε για μόνο 1 ή περισσότερα έτη μετά νοσηλεία για ηπατίτιδα Β (σχετικός κίνδυνος (RR) = 1,76) ή ηπατίτιδας C (RR = 1,51). «Αυτά τα ευρήματα μπορεί να εξηγηθούν από μια συγκεκριμένη πτυχή της ιογενούς ηπατίτιδας (και όχι μία γενικευμένη ηπατική φλεγμονώδη διαδικασία ή λόγω χρήσης αντιιικών), αλλά κατά πόσον αυτό αντανακλά κοινούς μηχανισμούς των νοσημάτων, κοινούς γενετικούς ή περιβαλλοντικούς παράγοντες, επακόλουθα αυτά καθ’αυτά της ιογενούς ηπατίτιδας, ή συνέπειες της θεραπείας, απομένει να καθοριστεί,» ανέφεραν η Δρ Pakpoor και οι συνεργάτες της.

Οι λόγοι για αυτή τη συσχέτιση δεν είναι ακόμα γνωστοί. «Νευροτροπικά χαρακτηριστικά της ηπατίτιδας C έχουν περιγραφεί προηγουμένως και περιλαμβάνουν την πιθανή γνωστικής εξασθένιση, ανεξάρτητη της ηπατικής εγκεφαλοπάθειας. Περαιτέρω, όλα οι υποδοχείς του ιού της ηπατίτιδας C έχει δειχθεί ότι εκφράζονται στο ενδοθήλιο των μικρών εγκεφαλικών αγγείων … γεγονός που υποδηλώνει έναν μηχανισμό με τον οποίο ο ιός μπορεί να επηρεάσει το κεντρικό νευρικό σύστημα» σημείωσαν.

Επιπλέον, παρκινσονισμός έχει περιγραφεί ως ανεπιθύμητη επίδραση της θεραπείας με ιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη, που χρησιμοποιούνται συνήθως για την αντιμετώπιση της λοίμωξης από ηπατίτιδα C.  Χρειάζονται περισσότερες μελέτες για να επιβεβαιώσουν αυτή τη συσχέτιση και να βεβαιώσουν ότι είναι αιτιώδης δήλωσαν η Δρ Pakpoor και οι συνεργάτες της.