Επιστημονικά Νέα

Μειώθηκε το ποσοστό θνησιγένειας των βρεφών στις ΗΠΑ

Μειώθηκε το ποσοστό θνησιγένειας των βρεφών στις ΗΠΑ
Μειώθηκε το ποσοστό θνησιγένειας των βρεφών στην Αμερική, σύμφωνα με νεότερη έκθεση του Εθνικού Κέντρου Στατιστικών Υγείας του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ. Για πρώτη φορά, τα στοιχεία δείχνουν ότι η θνησιγένεια μεταξύ των βρεφών που δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει το πρώτο έτος ζωής τους, έχει ελαφρώς μειωθεί, μετά από μακρά περίοδο κατά την […]

Μειώθηκε το ποσοστό θνησιγένειας των βρεφών στην Αμερική, σύμφωνα με νεότερη έκθεση του Εθνικού Κέντρου Στατιστικών Υγείας του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ. Για πρώτη φορά, τα στοιχεία δείχνουν ότι η θνησιγένεια μεταξύ των βρεφών που δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει το πρώτο έτος ζωής τους, έχει ελαφρώς μειωθεί, μετά από μακρά περίοδο κατά την οποία οι θάνατοι βρεφών ήταν υψηλότερη.

Της Μαρίας Χατζηδάκη

Η βρεφική θνησιμότητα έχει μειωθεί σε εθνικό επίπεδο κατά 11%, σε σχέση με το 2006. «Τον τελευταίο καιρό, έχουμε κάνει πολύ μικρή πρόοδο στη μείωση της θνησιγένειας στις ΗΠΑ» ανέφερε ο Δρ Ρόμπερτ Λ. Γκόλντενμπεργκ, καθηγητής μαιευτικής και γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 2013 υπήρξαν 23.595 περιστατικά θνησιγένειας, σε σύγκριση με τους 23.446 θανάτους βρεφών που υπήρχαν σήμερα. Η Αλαμπάμα, το Μισισιπή, η Νότια Καρολίνα, το Πουέρτο Ρίκο και το Γκουάμ είχαν τα υψηλότερα ποσοστά θνησιγένειας, ανέφερε η έκθεση.

Μέχρι σχετικά πρόσφατα, οι διάφοροι επιστήμονες είχαν επικεντρωθεί περισσότερο στην παιδική θνησιμότητα, σε σύγκριση με την θνησιγένεια, και αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι ήταν λιγότερο γνωστές οι επιπτώσεις της θνησιγένειας και πώς αυτές μπορούν να τις αποτρέψουν οι επιστήμονες. Ορισμένες περιπτώσεις εμβρυϊκού θανάτου μετά από 20 εβδομάδες μπορούν να αποδοθούν σε γενετικές ανωμαλίες, μαιευτικές επιπλοκές, μόλυνση, και προβλήματα με τον πλακούντα ή τον ομφάλιο λώρο. Αλλά πολύ συχνά δεν διαπιστώνεται κάποιο αίτιο.

Επίσης, φαίνεται ότι υπάρχουν φυλετικές ανισότητες στην θνησιγένεια. Το 2013, μη-ισπανόφωνες μαύρες γυναίκες είχαν διπλάσιες πιθανότητες να πεθάνει κάποιο μωρό τους, σε σύγκριση με τις μη-ισπανόφωνες λευκές γυναίκες ή τις ασιάτισσες. Οι μαύρες γυναίκες είχαν 10 εμβρυϊκούς θανάτους στο τέλος της κύησης ανά 1.000 γεννήσεις, σε σύγκριση με 4,9 εμβρυικούς θανάτους ανά 1.000 γεννήσεις μεταξύ των λευκών γυναικών και 4,7 εμβρυικούς θανάτους μεταξύ των ασιατών γυναικών το 2013.

Η εγκυμοσύνη μετά την ηλικία των 35 ετών φαίνεται να είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για θνησιγένεια, παρόλο που υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης υπέρτασης ή διαβήτη στις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας.
Παρόλα αυτά, οι έγκυες έφηβοι κάτω των 15 ετών ήταν σε υψηλότερο κίνδυνο για θνησιγένεια. Επίσης, τα αρσενικά έμβρυα διατρέχουν ελαφρώς υψηλότερο κίνδυνο θνησιγένειας, σε σύγκριση με τα θηλυκά έμβρυα, διαπιστώνει η έκθεση.