Καινοτομία

Καινοτόμα και αναίμακτη χειρουργική επέμβαση εγκεφάλου σε βρέφος

Καινοτόμα και αναίμακτη χειρουργική επέμβαση εγκεφάλου σε βρέφος
Μία καινοτόμα και αναίμακτη χειρουργική επέμβαση εγκεφάλου πραγματοποιούν οι νευροχειρουργοί του “Γ. Γεννηματάς” της Αθήνας. Μεταξύ των ασθενών που έχουν αντιμετωπιστεί το τελευταίο διάστημα, είναι δύο βρέφη 6 και 11 μηνών, ελληνικής καταγωγής. Το πρώτο παιδί είχε εκδηλώσει μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, έπειτα από μόλυνση με το δονάκιο της χολέρας. Και τα δύο περιστατικά είχαν καλή έκβαση. Οι […]

Μία καινοτόμα και αναίμακτη χειρουργική επέμβαση εγκεφάλου πραγματοποιούν οι νευροχειρουργοί του “Γ. Γεννηματάς” της Αθήνας. Μεταξύ των ασθενών που έχουν αντιμετωπιστεί το τελευταίο διάστημα, είναι δύο βρέφη 6 και 11 μηνών, ελληνικής καταγωγής.

Το πρώτο παιδί είχε εκδηλώσει μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, έπειτα από μόλυνση με το δονάκιο της χολέρας. Και τα δύο περιστατικά είχαν καλή έκβαση. Οι επεμβάσεις έγιναν από ομάδα χειρουργών του “Γ. Γεννηματάς”, η οποία μετέβη για τον σκοπό αυτό στο νοσοκομείο Παίδων “Αγία Σοφία”.

Η ενδοκοιλιακή νευροενδοσκόπηση αποτελεί μία ελάχιστα επεμβατική νευροχειρουργική τεχνική. H επέμβαση διενεργείται μέσω ενός ενδοσκοπίου, διαμέτρου ορισμένων χιλιοστών, με αξιοποίηση τεχνολογίας οπτικών ινών.

Με τον τρόπο αυτό  προσεγγίζονται τα ενδότερα του κοιλιακού συστήματος του εγκεφάλου και αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά, γρήγορα και με ελάχιστα επεμβατικό τρόπο η παθολογία που αφορά την συγκεκριμένη περιοχή.

Το κοιλιακό σύστημα του εγκεφάλου ή αλλιώς οι κοιλίες του εγκεφάλου, αποτελoύνται από συγκεκριμένες ανατομικές δομές – κοιλότητες, μέσα στις οποίες παράγεται και κυκλοφορεί το εγκεφαλωνιαίο υγρό.

Αποτελείται αδρά από έναν ενιαίο σχηματισμό: τις δύο πλάγιες κοιλίες, την τρίτη και την τέταρτη κοιλία. Το εγκεφαλωνιαίο υγρό προστατεύει, θρέφει τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό και απομακρύνει τις τοξικές ουσίες. Απόφραξη ή υπερπαραγωγή στο σύστημα ροής εγκεφαλωνιαίου υγρού προκαλεί τη διάταση του κοιλιακού συστήματος με αποτέλεσμα τον υδροκέφαλο.

Η νευροχειρουργική ομάδα του “Γ. Γεννηματάς” εφαρμόζει την τεχνική “ενδοσκοπική τρίτη κοιλιοστομία”, η οποία διενεργείται με τη διάνοιξη μιας οπής σε ένα σαφώς οριοθετημένο πεδίο του εδάφους της τρίτης κοιλίας, ώστε να έλθουν σε επικοινωνία οι κοιλίες με τις βασικές δεξαμενές του εγκεφάλου.

Υπάρχει η δυνατότητα εναλλακτικά, αντικατάστασης των μεγάλων κρανιακών χειρουργείων και της κοιλιακής παράκαμψης, της γνωστής βαλβίδας. Μειώνεται, έτσι, το χειρουργικό τραύμα, ο χρόνος νοσηλείας και οι πιθανότητες ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων. Αποφεύγεται, επίσης, η τοποθέτηση μόνιμων ξένων για τον οργανισμό σωμάτων.

Παθήσεις

Άλλες παθολογικές καταστάσεις που μπορούν να αντιμετωπιστούν με τη μέθοδο, είναι οι ενδοκοιλιακοί όγκοι, οι κολλοειδείς και αραχνοειδείς κύστεις, οι διαμερισματοποιημένες κυστικές παραμορφώσεις, οι αρτηριοφλεβώδεις ενδοκοιλιακές δυσπλασίες και τα ενδοκοιλιακά αιματώματα. Το Νευροχειρουργικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου της Αθήνας “Γ. Γεννηματάς”, έχει μεγάλη παράδοση στον χώρο της ελληνικής Νευροχειρουργικής. Μέσα στο δημόσιο σύστημα Υγείας έχει καταφέρει να αναπτύξει τη χειρουργική της ενδοκοιλιακής ενδοσκόπησης, ακολουθώντας την πρωτοπορία της τεχνολογικής εξέλιξης.

Τρισδιάστατα

Χρησιμοποιούνται σύγχρονα νευροενδοσκόπια, τα οποία προσφέρουν τρισδιάστατη και υψηλής ευκρίνειας εικόνα. Κατά τη διάρκεια του ενδοσκοπικού χειρουργείου, παρέχεται βελτιωμένη αντίληψη του βάθους και καλύτερη εκτίμηση των ανατομικών λεπτομερειών. Στην περίπτωση των πολυδιαφραγματικών κυστικών ενδοκοιλιακών βλαβών, το καινοτόμο αυτό όργανο μπορεί να προσφέρει μία πιο ακριβή νευροενδοσκοπική προσέγγιση. Οι χειρουργικοί χειρισμοί της μικροκαυτηρίασης και κοπής των ιστών και της διαστολής των μικροοπών, γίνονται διαδοχικά, μέσω ενός καναλιού εργασίας διαμέτρου λίγων χιλιοστών.

Έκβαση

Το τελευταίο εξάμηνο, έχουν πραγματοποιηθεί περισσότερες από 40 επεμβάσεις αυτού του είδους για την αντιμετώπιση ενός μεγάλου εύρους χειρουργικών παθήσεων, που ανάγονται στη σφαίρα της ενδοκοιλιακής παθολογίας. Η διάρκεια της επέμβασης είναι μικρή και κυμαίνεται από 15 έως 45 λεπτά, ανάλογα με το πρόβλημα που αντιμετωπίζει κάθε ασθενής.

Τα δεδομένα είναι εξαιρετικά: Στη μεσοπρόθεσμη μετεγχειρητική παρακολούθηση, όλοι οι ασθενείς εμφάνισαν κλινική και απεικονιστική βελτίωση, ενώ δεν υπήρξαν σημαντικές μετεγχειρητικές επιπλοκές.