Top News

Σχιζοφρένεια: το 80% του κινδύνου αποδίδεται σε γονίδια

Σχιζοφρένεια: το 80% του κινδύνου αποδίδεται σε γονίδια
Η μεγαλύτερη μελέτη διδύμων για τη σχιζοφρένεια μέχρι σήμερα ενισχύει το ρόλο της γενετικής στον προσδιορισμό του κινδύνου, υποδεικνύοντας ότι το 79% της πιθανότητας να αναπτυχθεί η νόσος οφείλεται στην κληρονομικότητα. Τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) ορίζουν τη σχιζοφρένεια ως μια «χρόνια, σοβαρή ψυχική διαταραχή που προκαλεί αναπηρία», η οποία επηρεάζει το 1,1% όλων των […]

Η μεγαλύτερη μελέτη διδύμων για τη σχιζοφρένεια μέχρι σήμερα ενισχύει το ρόλο της γενετικής στον προσδιορισμό του κινδύνου, υποδεικνύοντας ότι το 79% της πιθανότητας να αναπτυχθεί η νόσος οφείλεται στην κληρονομικότητα. Τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) ορίζουν τη σχιζοφρένεια ως μια «χρόνια, σοβαρή ψυχική διαταραχή που προκαλεί αναπηρία», η οποία επηρεάζει το 1,1% όλων των ενηλίκων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν και η μέση ηλικία εμφάνισης της νόσου δεν έχει καθοριστεί, τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας εμφανίζονται συνήθως μεταξύ των ηλικιών 16 και 30 ετών. Ε

ίναι γνωστό ότι ψυχοκοινωνικοί, περιβαλλοντικοί και γενετικοί παράγοντες συμβάλλουν στον κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου, αλλά δεν είναι γνωστό σε ποιο βαθμό. Νέα έρευνα – που διεξήχθη από επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης στη Δανία – υποδηλώνει ότι σχεδόν το 80% της πιθανότητας κάποιος να έχει σχιζοφρένεια μπορεί να είναι γενετικό. Ο Rikke Hilker, Ph.D., του Κέντρου Νευροψυχιατρικής Έρευνας της Σχιζοφρενίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης, είναι ο πρώτος συγγραφέας της μελέτης και τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Biological Psychiatry.

Ο Δρ Hilker και οι συνεργάτες της χρησιμοποίησαν στοιχεία από μητρώα ασθενών της χώρας για να εντοπίσουν περισσότερα από 31.000 ζεύγη δίδυμων που γεννήθηκαν μεταξύ 1951 και 2000. Αυτό το δείγμα μελέτης παρακολουθήθηκε κλινικά για σχεδόν 11 χρόνια και οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν σύνθετα στατιστικά μοντέλα για να αξιολογήσουν τα ποσοστά αντιστοιχίας διδύμων. Συνήθως, οι στατιστικές μελέτες της κληρονομικότητας εξετάζουν άτομα τα οποία μέχρι το τέλος της μελέτης είτε έχουν διαγνωσθεί με τη νόσο είτε όχι.

Ωστόσο, δεν συνυπολογίζουν τον κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου μετά την ολοκλήρωση της έρευνας. Αλλά αυτή η έρευνα περιελάμβανε μια πιο πρόσφατη στατιστική μέθοδο που ονομάζεται αντίστροφη στάθμιση πιθανότητας . Εφαρμόζοντας αυτές τις μεθόδους, οι ερευνητές «εκτίμησαν ότι η κληρονομικότητα της σχιζοφρένειας είναι 79%». Επίσης, όταν οι ερευνητές περιέλαβαν διαταραχές του φάσματος της σχιζοφρένειας, όπως σχιζοσυναισθηματικές διαταραχές, σχιζότυπη και σχιζοειδή διαταραχή προσωπικότητας, το ποσοστό κληρονομικότητας ήταν 73 %.

Αυτά τα αποτελέσματα, σημειώνουν οι συγγραφείς, είναι σημαντικές για την κοινότητα των ιατρικών ερευνητών, ειδικά για τις “μελλοντικές μελέτες σύνδεσης με το γονιδίωμα”. Τα νέα ευρήματα φαίνεται να ενισχύουν προηγούμενες μελέτες. “Η νέα εκτίμηση της κληρονομικότητας της σχιζοφρένειας, 79%, είναι πολύ κοντά σε προηγούμενες εκτιμήσεις της κληρονομικότητας”, εξηγεί ο Δρ John Krystal, ο οποίος είναι ο εκδότης του περιοδικού.