Top News

Πώς η Leishmania προκαλεί χρόνια λοίμωξη

Πώς η Leishmania προκαλεί χρόνια λοίμωξη
Σε ένα πρόσφατο άρθρο στην επιστημονική επιθεώρηση PLOS Pathogens, η καθηγήτρια στο Institut national de la recherche scientifique (INRS) του Καναδά Simona Stäger και η ομάδα της έδειξαν πώς το παράσιτο Leishmania donovani χρησιμοποιεί μια φυσιολογική αντίδραση σε χαμηλά επίπεδα οξυγόνου (υποξία) για να δημιουργήσει μια χρόνια λοίμωξη. Η λεϊσμανίαση είναι παρασιτική νόσος (ή καλύτερα […]

Σε ένα πρόσφατο άρθρο στην επιστημονική επιθεώρηση PLOS Pathogens, η καθηγήτρια στο Institut national de la recherche scientifique (INRS) του Καναδά Simona Stäger και η ομάδα της έδειξαν πώς το παράσιτο Leishmania donovani χρησιμοποιεί μια φυσιολογική αντίδραση σε χαμηλά επίπεδα οξυγόνου (υποξία) για να δημιουργήσει μια χρόνια λοίμωξη. Η λεϊσμανίαση είναι παρασιτική νόσος (ή καλύτερα ομάδα νοσημάτων) που οφείλεται σε ενδοκυτταρικά πρωτόζωα του γένους Leishmania (οικογένεια Trypanosomatidae). Είναι ασθένεια των θηλαστικών. Η ανθρώπινη λοίμωξη προκαλείται από τουλάχιστον 20 είδη Λεϊσμάνιας.

Η μετάδοση της λεϊσμανίασης γίνεται, συνήθως, με το νύγμα μολυσμένων θηλυκών φλεβοτόμων (σκνιπών), των γενών Phlebotomus (σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική) και Lutzomyia (σε Αμερική). Ανάλογα με το είδος του παρασίτου και τη γεωγραφική περιοχή, η μετάδοση του παρασίτου στη φύση μπορεί να είναι ζωονοτική, όπου τα βασικά υποδόχα-δεξαμενές (reservoir) είναι ζώα ή ανθρωπονοτική, όπου τα βασικά υποδόχα είναι άνθρωποι (οι φλεβοτόμοι μεταδίδουν τα παράσιτα μεταξύ ανθρώπων). Υπάρχουν περίπου 1.000 γνωστά είδη φλεβοτόμων, αλλά λιγότεροι από 50 μεταδίδουν τη λεϊσμανίαση.

Υπάρχουν διάφορες νοσολογικές οντότητες της ανθρώπινης λεϊσμανίασης, οι οποίες σχετίζονται με διαφορετικά παράσιτα, διαβιβαστές, υποδόχα και διαφορετική γεωγραφική κατανομή. Η μορφή της νόσου καθορίζεται βασικά από το είδος του παρασίτου, αν και η ανοσολογική κατάσταση του ξενιστή, σε συνδυασμό με το γενετικό υπόστρωμα, μπορούν επίσης να επηρεάσουν τις κλινικές εκδηλώσεις. Οι πιο συχνές μορφές είναι η δερματική, η βλεννογονο-δερματική και η σπλαχνική, που προκύπτουν από λοίμωξη των μακροφάγων του δέρματος, του στοματοφαρυγγικού βλεννογόνου και ολόκληρου του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος αντίστοιχα.

Το παράσιτο που προκαλεί σπλαγχνική λεϊσμανίαση προκαλεί χρόνια φλεγμονή που μεγεθύνει το σπλήνα και δημιουργεί ένα μικροπεριβάλλον υποξίας. Για να αντισταθμιστεί η έλλειψη οξυγόνου και να εξασφαλίσει την επιβίωσή τους, τα κύτταρα προσαρμόζονται επάγοντας την έκφραση του παράγοντα μεταγραφής HIF-1α, του κύριου ρυθμιστή της κυτταρικής απόκρισης στην υποξία. Η Καθ Stäger και η ομάδα της έχουν αποδείξει την επίδραση αυτής της βασικής ρυθμιστικής αρχής για τη λειτουργία των μονοκυττάρων και των μακροφάγων κατά τη διάρκεια της σπλαγχνικής λεϊσμανίασης, της πιο σοβαρής μορφής αυτής της τροπικής νόσου που επηρεάζει εκατομμύρια άτομα σε όλο τον κόσμο.

Αυτά τα κύτταρα είναι οι κύριοι στόχοι του παρασίτου L. Donovani. “Η εργασία στο εργαστήριό μας δείχνει ότι ο HIF-1α παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία χρόνιων μολύνσεων από Leishmania με τη μείωση της ικανότητας των μονοκυττάρων και των μακροφάγων να θανατώσουν το παράσιτο. Βρήκαμε επίσης ότι ο HIF-1α προσδίδει σ’ αυτά τα κύτταρα ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες», εξηγεί η καθ Stäger .