Top News

Μελέτη περιγράφει τη βιολογική βάση του άτυπου συνδρόμου χρόνιας κόπωσης

Μελέτη περιγράφει τη βιολογική βάση του άτυπου συνδρόμου χρόνιας κόπωσης
Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (CFS) είναι μια διαταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη κόπωση που διαρκεί για περισσότερο από 6 μήνες. Η νόσος αυτή συνοδεύεται επίσης από ένα εύρος συμπτωμάτων, από τις μυαλγίες και τις κεφαλαλγίες έως τη γνωστική δυσλειτουργία. Η νόσος μπορεί μερικές φορές να είναι δύσκολο να εντοπιστεί, και η αιτία της δεν […]

Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (CFS) είναι μια διαταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη κόπωση που διαρκεί για περισσότερο από 6 μήνες. Η νόσος αυτή συνοδεύεται επίσης από ένα εύρος συμπτωμάτων, από τις μυαλγίες και τις κεφαλαλγίες έως τη γνωστική δυσλειτουργία. Η νόσος μπορεί μερικές φορές να είναι δύσκολο να εντοπιστεί, και η αιτία της δεν είναι ακόμη γνωστή. Ωστόσο, νέα έρευνα βρίσκει τη βιολογική βάση για δύο υποομάδες του CFS, η οποία μπορεί στο μέλλον να βοηθήσει τους κλινικούς ιατρούς στη διάγνωση της νόσου και στην πιο αποτελεσματική αντιμετώπισή της.

Η νέα έρευνα δείχνει ότι μπορεί να υπάρχουν δύο υποομάδες ασθενών με CFS και ερευνά τα σχετικά βιολογικά αποδεικτικά στοιχεία για τη νόσο. Το CFS, που επίσης μερικές φορές αναφέρεται ως μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα (ΜΕ), επηρεάζει περισσότερους από 1 εκατομμύριο ανθρώπους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η νόσος είναι συνήθως πιο διαδεδομένη στις γυναίκες ηλικίας ’40 έως ’50 ετών.  Η CFS είναι τέσσερις φορές πιο συχνή στις γυναίκες παρά στους άνδρες. Τα συμπτώματά της περιλαμβάνουν πόνο στις αρθρώσεις, επώδυνη λεμφαδενικη διόγκωση, προβλήματα στον ύπνο, και πονοκεφάλους , καθώς και δυσκολία στη συγκέντρωση και ανάκληση γεγονότων. Οι επαγγελματίες της υγείας δεν ξέρουν ακόμα τι προκαλεί τη νόσο.

Το CFS είναι δύσκολο να εντοπιστεί, καθώς δεν υπάρχει τεστ γι ‘αυτό, και επειδή μοιράζεται μερικά από τα συμπτώματά του με άλλες νόσους. Ωστόσο, η νέα έρευνα διερευνά τη βιολογική βάση για την ασθένεια και προσδιορίζει δύο υποομάδες της CFS: τη λεγόμενη κλασική CFS και μια «άτυπη» παραλλαγή της.Η μελέτη διεξήχθη από ερευνητές του Κέντρου Infection and Immunity (CII) στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Mailman του Πανεπιστημίου Κολούμπια στη Νέα Υόρκη, και είχε επικεφαλής την Δρ Mady Hornig, διευθύντρια της μεταφραστικής έρευνας στο CII και αναπληρώτρια καθηγήτρια ς επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο. Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Translational Psychiatry.

Η Hornig και η ομάδα της εκτέλεσαν ανοσοπροσδιορισμούς για να μετρήσουν 51 ανοσολογικούς βιοδείκτες στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό 32 ατόμων με κλασική CFS, και σε 27 άτομα με άτυπο CFS. Οι μετρήσεις έδειξαν χαμηλότερα επίπεδα ανοσιακών μορίων σε εκείνους με άτυπη CFS σε σχέση με εκείνους με κλασική παραλλαγή. Οι αναλύσεις αποκάλυψαν δραστικά χαμηλότερα επίπεδα ιντερλευκίνης 7 (πρωτεΐνη που παίζει καθοριστικό ρόλο στην προσαρμοστική ανοσολογική απόκριση στις λοιμώξεις), ιντερλευκίνη 17Α, και συνδέτη χημειοκίνης 9 (μόρια με βασικό ρόλο στην προσαρμοστική ανοσία σε νευρολογικές νόσους).Επιπλέον, τα άτομα με άτυπο CFS έτειναν να έχουν ιστορικό ιογενούς εγκεφαλίτιδας και είχαν την τάση να αρρωσταίνουν μετά από ταξίδι στο εξωτερικό ή μετά λήψη μετάγγισης αίματος. Επιπλέον, τα άτομα με άτυπο CFS έτειναν να αναπτύξουν επιληψία, διάφορους τύπους καρκίνων , ή απομυελινωτικές διαταραχές(όπως πχ σκλήρυνση κατά πλάκας).