Παθήσεις

Η μακρόχρονη λήψη ασπιρίνης διπλασιάζει τον κίνδυνο εκφύλισης ωχράς κηλίδας

Η μακρόχρονη λήψη ασπιρίνης διπλασιάζει τον κίνδυνο εκφύλισης ωχράς κηλίδας
Η μακρόχρονη συχνή λήψη ασπιρίνης διπλασιάζει τον κίνδυνο εκφύλισης της ωχράς κηλίδας υγρής μορφής, με την πάροδο της ηλικίας, σύμφωνα με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, με επικεφαλής τον Δρ Τζέραλντ Λιου οι οποίοι μελέτησαν περίπου 2.400 ανθρώπους άνω των 60 ετών. Η «υγρή» μορφή αφορά περίπου το 10% των ασθενών με ηλικιακή εκφύλισης […]


Η μακρόχρονη συχνή λήψη ασπιρίνης διπλασιάζει τον κίνδυνο εκφύλισης της ωχράς κηλίδας υγρής μορφής, με την πάροδο της ηλικίας, σύμφωνα με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, με επικεφαλής τον Δρ Τζέραλντ Λιου οι οποίοι μελέτησαν περίπου 2.400 ανθρώπους άνω των 60 ετών.

Η «υγρή» μορφή αφορά περίπου το 10% των ασθενών με ηλικιακή εκφύλισης της ωχράς κηλίδας. Προκαλείται από την ανάπτυξη παθολογικών αγγείων (νεοαγγεία) κάτω από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα στο πίσω μέρος του ματιού. Τα αγγεία αυτά διαρρέουν υγρό ή/και αίμα θολώνοντας την κεντρική όραση. Η θόλωση αυτή μπορεί να εμφανιστεί απότομα.

Η προχωρημένη ηλικία, το κάπνισμα και το οικογενειακό ιστορικό αποτελούν βασικούς παράγοντες κινδύνου.

Οι ερευνητές έκαναν οφθαλμολογικά τεστ στα άτομα που συμμετείχαν στην έρευνα, κάθε πέντε χρόνια, για μια περίοδο 15 ετών. Στο τέλος της έρευνας, διαπιστώθηκε ότι μεταξύ όσων έπαιρναν τακτικά ασπιρίνη (τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα), το 9,3% εμφάνισε εκφύλιση της ωχράς κηλίδας έναντι μόνο 3,7% μεταξύ όσων δεν έπαιρναν ασπιρίνη.

Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι ο κίνδυνος αυξάνει με το πέρασμα του χρόνου, ανάλογα με το πόσα χρόνια παίρνει κανείς ασπιρίνη. Έτσι, ο αυξημένος κίνδυνος για την απώλεια της όρασης ήταν 1,9% μετά από πέντε χρόνια τακτικής λήψης ασπιρίνης, 7% μετά από δέκα χρόνια και 9,3% μετά από 15 χρόνια, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για όσους δεν έπαιρναν ασπιρίνη, ήταν 0,8% στα πέντε χρόνια, 1,6% στα δέκα και 3,7% στα 15 χρόνια.

Η καθημερινή λήψη ασπιρίνης μειώνει τον κίνδυνο εμφράγματος ή ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου σε ασθενείς με καρδιαγγειακά προβλήματα, ενώ, σύμφωνα με έρευνες, πιθανώς μειώνει και τον κίνδυνο εμφάνισης ορισμένων μορφών καρκίνου. Ωστόσο η συχνή λήψη ασπιρίνης συνεπάγεται πιθανότητα πρόκλησης εσωτερικής αιμορραγίας.

Οι επιστήμονες εξηγούν ότι ίσως πρέπει να υπάρξει μια νέα αξιολόγηση του κινδύνου της ασπιρίνης για την όραση των ηλικιωμένων, ιδίως όσων πάσχουν ήδη από υγρή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας. Από την άλλη, τονίζουν ότι οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με τη συνέχιση ή τη διακοπή της θεραπείας με ασπιρίνη «είναι πολύπλοκη και πρέπει κάθε φορά να εξατομικεύεται».

Άρα είναι θέμα του γιατρού να ζυγίσει τα καρδιαγγειακά οφέλη κάθε ασθενούς από την ασπιρίνη σε σχέση με τον πιθανό κίνδυνο για την όρασή του. Σε καμία περίπτωση πάντως, δεν πρέπει να σταματήσει κάποιος ασθενής να παίρνει ασπιρίνη, προτού το εγκρίνει ο γιατρός του.

Σε συνοδευτικό άρθρο- σχόλιο στο ίδιο επιστημονικό έντυπο, άλλοι επιστήμονες επισημαίνουν ότι η αυστραλιανή μελέτη δεν ήταν τυχαιοποιημένη, γι’ αυτό τα συμπεράσματά της δεν μπορούν ακόμα να έχουν επίδραση στην κλινική πρακτική, συνεπώς θα πρέπει να επιβεβαιωθούν σε μελλοντικές τυχαιοποιημένες έρευνες.