Παθήσεις

Γενετικές μεταλλάξεις και κίνδυνος λοίμωξης από κυτταρομεγαλοϊό

Γενετικές μεταλλάξεις και κίνδυνος λοίμωξης από κυτταρομεγαλοϊό
  Κάνοντας πειράματα με ανθρώπινα κύτταρα και ποντίκια, ερευνητές στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins (Βαλτιμόρη, ΗΠΑ) βρήκαν ότι μία γενετική μετάλλαξη που μεταβάλλει την πρωτεΐνη NOD1 μπορεί να αυξήσει την ευαισθησία στον άνθρωπο για λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό (CMV). Ο CMV είναι ένα κοινό παθογόνο που μολύνει σχεδόν το 60 % των ενηλίκων στις ΗΠΑ, σύμφωνα με […]

 

Κάνοντας πειράματα με ανθρώπινα κύτταρα και ποντίκια, ερευνητές στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins (Βαλτιμόρη, ΗΠΑ) βρήκαν ότι μία γενετική μετάλλαξη που μεταβάλλει την πρωτεΐνη NOD1 μπορεί να αυξήσει την ευαισθησία στον άνθρωπο για λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό (CMV). Ο CMV είναι ένα κοινό παθογόνο που μολύνει σχεδόν το 60 % των ενηλίκων στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), και μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικές αναπτυξιακές ανωμαλίες στα έμβρυα και σοβαρή νόσο σε άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.

Σε μια μόλις δημοσιευμένη εργασία σχετικά με τη νέα έρευνα, στο Proceedings of the National Academy of Sciences , η ομάδα του Johns Hopkins αναφέρει ότι έχει την πρώτη απόδειξη ότι η NOD1, μια πρωτεΐνη με ένα πολύ γνωστό ρόλο στην πρόκληση της φυσικής ανοσίας απόκρισης, έχει και αναπόσπαστο ρόλο στον έλεγχο της λοίμωξης από CMV και ότι ορισμένες παραλλαγές της μπορεί να προσδώσουν μεγαλύτερο κίνδυνο μόλυνσης CMV. «Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι η πρωτεΐνη αυτή εξηγεί γιατί κάθε άτομο δεν έχει τον ίδιο κίνδυνο για λοίμωξη από CMV, και ότι θα μπορούσαμε κάποια μέρα να είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε τεστ για τον εντοπισμό και τη διαχείριση των ατόμων που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για νόσο από CMV»,  λέει η Ravit Boger, MD, αναπληρώτρια καθηγήτρια Παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins.

Με βάση προηγούμενες έρευνες, η ομάδα της Boger εντόπισε την NOD2 ως μια πρωτεΐνη που ελέγχει τον CMV, ενώ το αδελφό της μόριο, NOD1, φάνηκε στη νέα μελέτη επίσης να είναι σημαντικό στον έλεγχο της λοίμωξης από CMV.

Σε μελέτες με ανθρώπινους ινοβλάστες που απαρτίζουν τον συνδετικό ιστό, η ομάδα της Boger δοκίμασε εάν η δραστηριότητα της NOD1 θα μπορούσε να επηρεάσει την αντιγραφή του CMV σε καλλιέργειες κυττάρων στο εργαστήριο. Για να γίνει αυτό, οι ερευνητές απορύθμισαν την NOD1 κατεργάζοντας τα κύτταρα με ένα βακτηριακό θραύσμα. Επίσης μπόρεσαν να παρασκευάσουν γενετικά τροποποιημένα κύτταρα που περιείχαν μη λειτουργικές μορφές της NOD1. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα κύτταρα στα οποία ενεργοποιήθηκε η NOD1 είχαν μειωμένα επίπεδα αντιγραφής CMV σε σύγκριση με ομάδα ελέγχου. Σε πειράματα σε ποντικούς, οι ερευνητές χορήγησαν στα ζώα δύο δόσεις του IE-DAP, ενός άλλου βακτηριακού ενεργοποιητή NOD1, και στη συνέχεια, τα μόλυναν με CMV ποντικού. Δύο εβδομάδες αργότερα, όργανα και ενδοκαρδιακό αίμα συλλέχθηκαν από τα ποντίκια και αναπτύχθηκαν σε τρυβλία. Τα κύτταρα παρακολουθήθηκαν για περιοχές κυτταρικού θανάτου, ενός δείκτη της ιικής δραστικότητας. Σε σύγκριση με τα ποντίκια της ομάδας ελέγχου που δεν έλαβαν θεραπεία με τον ενεργοποιητή NOD1, η αντιγραφή του ιού σε ποντικούς που έλαβαν αγωγή με IE-DAP ήταν σημαντικά μειωμένη.

 Πώς οι αλλαγές στην πρωτεΐνη NOD1 καθορίζουν τη λειτουργία της κατά της CMV μένει να καθοριστεί. Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, τα άτομα με μεταλλάξεις της NOD1 μπορεί να διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο λοίμωξης CMV λόγω των αλλαγών στη μορφή της πρωτεΐνης, και των συνακόλουθων αλλαγών στη λειτουργία της πρωτεΐνης. Ως εκ τούτου, η ικανότητα της πρωτεΐνης να ρυθμίσει τον CMV μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με αυτές τις μεταλλάξεις. Η Boger προειδοποιεί ότι η NOD1 δεν είναι ο μόνος παράγοντας για τον καθορισμό του κινδύνου μόλυνσης CMV και ότι αυτό είναι απλά ένα κομμάτι ενός μεγαλύτερου παζλ. Αναφέρει ότι η ομάδα της πρέπει τώρα να διερευνήσει τις οδούς της κυτταρικής σηματοδότησης που αφορούν τις πρωτεΐνες NOD και πώς οι NOD1 και NOD2 αλληλεπιδρούν με τον CMV.