Διαβήτης

Νέα αντιμετώπιση στον Διαβήτη τύπου 2

Νέα αντιμετώπιση στον Διαβήτη τύπου 2
Τα πρώτα αποτελέσματα από μια μεγάλη διεθνή μελέτη σε ασθενείς που λαμβάνουν μετφορμίνη (metformin), το συνηθέστερα παγκοσμίως χρησιμοποιούμενο φάρμακο του διαβήτη τύπου 2, αποκαλύπτουν γενετικές διαφορές, μεταξύ των ασθενών, γεγονός που μπορεί να εξηγήσει γιατί μερικοί ανταποκρίνονται πολύ καλύτερα στο φάρμακο απ’ ότι άλλοι.   Η εικόνα θα μπορούσε τελικά να βοηθήσει τους γιατρούς να […]

Τα πρώτα αποτελέσματα από μια μεγάλη διεθνή μελέτη σε ασθενείς που λαμβάνουν μετφορμίνη (metformin), το συνηθέστερα παγκοσμίως χρησιμοποιούμενο φάρμακο του διαβήτη τύπου 2, αποκαλύπτουν γενετικές διαφορές, μεταξύ των ασθενών, γεγονός που μπορεί να εξηγήσει γιατί μερικοί ανταποκρίνονται πολύ καλύτερα στο φάρμακο απ’ ότι άλλοι.

 

Η εικόνα θα μπορούσε τελικά να βοηθήσει τους γιατρούς να προβλέψουν ποιοι ασθενείς θα χρειαστούν υψηλότερες δόσεις από άλλους, ώστε να παράγουν τα ίδια αποτελέσματα για την υγεία, ή θα πρέπει να συνταγογραφούνται εντελώς διαφορετικά φάρμακα. Επιπρόσθετα, η πολυμορφικότητα εθνικοτήτων στην έρευνα, αποκάλυψε μια πολύ υψηλότερη επικράτηση της παραλλαγής του γονιδίου μετφορμίνη, σε Αφροαμερικάνους, απ’ ότι σε άλλες εθνοτικές ομάδες, τονίζοντας τη σημασία του να συμπεριλαμβάνεις διαφορετικές ομάδες σε ιατρικές μελέτες.

Η μετφορμίνη υπάρχει εδώ και 50 χρόνια και βοηθά σήμερα εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους με διαβήτη τύπου 2 να ελέγχουν το σάκχαρο στο αίμα τους και να μειώνουν τον κίνδυνο των επιπλοκών στην καρδιά, τα μάτια και τα νεφρά. Πρόσφατα, το φάρμακο έδειξε επίσης οφέλη έναντι σε μια μεγάλη ποικιλία άλλων ασθενειών, όπως το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, λιπώδες ήπαρ, η νόσος Alzheimer και η νόσος του Πάρκινσον, και είναι ακόμη σε κλινικές δοκιμές ως δυνητικό φάρμακο αντιγήρανσης.

Όμως, παρά τις ελπίδες που περιβάλλουν τη μετφορμίνη, το φάρμακο είναι αμφιλεγόμενο, καθώς περισσότερο από το ένα τρίτο των ατόμων με διαβήτη τύπου 2 αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στις κανονικές δόσεις του φαρμάκου. Ο λόγος για αυτή την μεταβλητότητα ήταν άγνωστος. Στην πραγματικότητα, παρά τη μακρά ιστορία της μετφορμίνης, δεν είναι ακόμα σαφές πώς ακριβώς λειτουργεί πραγματικά το φάρμακο.

Η νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό NatureGenetics, είναι το πρώτο αποτέλεσμα από τη MetforminGeneticsConsortium, μια διεθνή συνεργασία, υπό την ηγεσία της KathyGiacomini, PhD., καθηγήτριας βιοτεχνολογίας και θεραπευτικών επιστημών στο τμήμα Φαρμακευτικής και Ιατρικής, στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο και του EwanPearson, PhD, καθηγητή διαβητικής ιατρικής, στο Πανεπιστήμιο του Dundee στη Σκωτία.

«Αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουμε τους περισσότερους ανθρώπους με διαβήτη τύπου 2, το ίδιο. Αυτό που θέλαμε να ανακαλύψουμε ήταν αν θα μπορούσε να υπάρχει ένα συγκεκριμένος γενετικός δείκτης, που θα μπορούσε να μας δώσει μια πιο ακριβή ιατρική προσέγγιση, για τη συνταγογράφηση και τη δοσολογία αυτής της κοινής φαρμακευτικής αγωγής του διαβήτη», είπε η Giacomini. Οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια μελέτη τριών σταδίων γονιδιώματος σε επίπεδο σύνδεσης (GWAS) σε 13.123 συμμετέχοντες, για να προσδιορίσουν γενετικές παραλλαγές που σχετίζονται με διαφορές στην ανταπόκριση της μετφορμίνης, και βρήκαν μια κοινή παραλλαγή του γονιδίου SLC2A2, που συσχετίστηκε με μια ισχυρή αντίδραση στο φάρμακο.

Το εύρημα αυτό είναι λογικό, είπε η Giacomini, επειδή το γονίδιο κωδικοποιεί τη GLUT2, μία πρωτεΐνη μεταφοράς γλυκόζης, που είναι  υπεύθυνη για τη ρύθμιση της κίνησης της γλυκόζης μεταξύ του ήπατος, του αίματος και των νεφρών. Η γονιδιακή έκφραση δεδομένων από 1.226 δείγματα ανθρώπινου ήπατος, επιβεβαίωσε ότι τα άτομα με αυτή την παραλλαγή είχαν μικρότερη GLUT2 στο ήπαρ και άλλους μεταβολικούς ιστούς, γεγονός που οδήγησε σε μειωμένη ικανότητα να διαχειρίζεται τη γλυκόζη του αίματος. Η μετφορμίνη, η οποία επιβραδύνει την παραγωγή γλυκόζης του ήπατος, φαίνεται να είναι σε θέση να αντιστρέψει αυτό το έλλειμμα, το οποίο θα μπορούσε να εξηγήσει την επιτυχημένη αποτελεσματικότητά του σε αυτούς τους ασθενείς.

«Η μετφορμίνη είναι ένα παλιό φάρμακο που χρησιμοποιείται ευρέως, όμως εξακολουθούμε να ανακαλύπτουμε περισσότερα για το πώς λειτουργεί. Παρότι γνωρίζαμε ότι η GLUT2 είναι σημαντική για τη μεταφορά της γλυκόζης, ποτέ δεν είχαμε σκεφτεί, ότι αυτή η παραλλαγή στο γονίδιο κωδικοποιεί αυτόν τον μεταφορέα και αλλάζει τον τρόπο που λειτουργεί η μετφορμίνη», είπε η συν-επικεφαλής συγγραφέας SookWahYee, PhD, ερευνήτρια στο εργαστήριο της Giacomini. 

Οι ερευνητές εντόπισαν επίσης μια συγκλονιστική σχέση μεταξύ της νέας γενετικής παραλλαγής και του υψηλότερου σωματικού βάρους, σύμφωνα με προηγούμενες κλινικές παρατηρήσεις, που έδειχναν ότι η μετφορμίνη είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική σε υπέρβαρους ασθενείς. «Η κανονική δόση της μετφορμίνης, που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ασθενών με διαβήτη είναι μεταξύ 500mg και 2000mg. Έχουμε διαπιστώσει ότι υπέρβαρα άτομα που φέρουν δύο αντίγραφα της γενετικής παραλλαγής ανταποκρίνονται πολύ καλύτερα στη μετφορμίνη, που ισοδυναμεί με τη λήψη επιπλέον 550mg του φαρμάκου», είπε ο KaixinZhou, PhD, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Dundee. Τα νέα ευρήματα δείχνουν ότι οι βιολογικές αιτίες του υψηλού σακχάρου στο αίμα, σήμα κατατεθέν του διαβήτη τύπου 2, θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές σε διαφορετικούς ανθρώπους, και τονίζουν τη σημασία μιας ακριβέστερης ιατρικής προσέγγισης, για τη θεραπεία του διαβήτη.

«Αυτή είναι μια συναρπαστική ανακάλυψη που δείχνει πώς η γενετική κάθε ασθενούς, μπορεί να καθορίσει πόσο καλά ή κακά λειτουργεί ένα φάρμακο. Πρέπει να προβούμε σε περαιτέρω κλινικές μελέτες για να μπορέσουμε να αλλάξουμε τον τρόπο που χρησιμοποιείται η μετφορμίνη, αλλά αυτό το εύρημα υποδηλώνει ότι ορισμένοι ασθενείς θα πρέπει να λαμβάνουν υψηλότερες δόσεις απ’ ότι άλλοι, για να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα», δήλωσε ο Pearson.