Διαβήτης

Κατάθλιψη και διαβήτης κύησης

healthweb.gr | Ειδήσεις όπως είναι.
Πρόσφατη μελέτη, που πραγματοποιήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των Η.Π.Α, εντοπίζει τη σύνδεση μεταξύ της κατάθλιψης στα αρχικά στάδια της εγκυμοσύνης και της ανάπτυξη του διαβήτη κύησης σε μεταγενέστερο στάδιο. Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι ο διαβήτης κύησης σχετίζεται με τον αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης κατάθλιψης μετά τον τοκετό. Ο διαβήτης κύησης είναι ένας τύπος […]

Πρόσφατη μελέτη, που πραγματοποιήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των Η.Π.Α, εντοπίζει τη σύνδεση μεταξύ της κατάθλιψης στα αρχικά στάδια της εγκυμοσύνης και της ανάπτυξη του διαβήτη κύησης σε μεταγενέστερο στάδιο. Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι ο διαβήτης κύησης σχετίζεται με τον αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης κατάθλιψης μετά τον τοκετό.

Ο διαβήτης κύησης είναι ένας τύπος διαβήτη που επηρεάζει τις έγκυες γυναίκες. Αυτό μπορεί να συμβεί σε γυναίκες που δεν είχαν ποτέ προηγουμένως διαβήτη και μπορεί να προκαλέσει προβλήματα τόσο στη μητέρα όσο και στο παιδί.

Ο διαβήτης κύησης τείνει να εμφανίζεται γύρω στην 24η εβδομάδα της κύησης και εκτιμάται ότι πλήττει το 9,2% του συνόλου των κυήσεων. Στο διαβήτη κύησης, το πάγκρεας δουλεύει σκληρά για να παράγει ινσουλίνη, αλλά η ινσουλίνη δεν είναι σε θέση να μειώσει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Το περίσσευμα της γλυκόζης περνά μέσω του πλακούντα στο έμβρυο, και οδηγεί και στη αύξηση των δικών του επιπέδων γλυκόζης. Αυτό, με τη σειρά του, έχει ως συνέπεια το πάγκρεας του μωρού να παράγει υπερβολική ινσουλίνη και, επειδή λαμβάνει περισσότερη ενέργεια από ό,τι χρειάζεται, αυτή αποθηκεύεται ως λίπος. Κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε μακροσωμία – αυξημένο βάρος του μωρού κατά τη γέννα. Επίσης, λόγω του αυξημένου επιπέδου της ινσουλίνης, το μωρό μπορεί να έχει ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα γλυκόζης κατά τη γέννηση, αναπνευστικά προβλήματα ή να έρθει αντιμέτωπο με άλλους κινδύνους. Αργότερα στη ζωή τους, τα παιδιά αυτά είναι πιο πιθανό να γίνουν παχύσαρκα ή να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2.

Μια μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Diabetologia, έθεσε ως στόχο να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ διαβήτη κύησης και κατάθλιψης. Οι ερευνητές συνέλλεξαν στοιχεία εγκυμοσύνης από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας Παιδιού και Ανθρώπινης Ανάπτυξης (NICHD). Τα δεδομένα αυτά συγκεντρώνονται για να παρακολουθούνται οι εγκυμοσύνες και να αναπτυχθεί μια βαθύτερη κατανόηση του πώς τα έμβρυα μεγαλώνουν και αναπτύσσονται.

Για την παρούσα μελέτη, παρακολουθήθηκαν 2.334 μη παχύσαρκες γυναίκες και 468 παχύσαρκες από την όγδοη έως τη δέκατη τρίτη εβδομάδα της κύησης. Κάθε συμμετέχουσα απάντησε σε ερωτηματολόγια σε τρεις ξεχωριστές χρονικές στιγμές, οι οποίες κάλυπταν τυχόν συμπτώματα κατάθλιψης που αντιμετώπιζαν. Αυτά τα ερωτηματολόγια απαντήθηκαν κατά την εγγραφή τους στην έρευνα, κάποια στιγμή μεταξύ της δέκατης έκτης και της εικοστής εβδομάδας και στη συνέχεια έξι εβδομάδες μετά τη γέννα. Επίσης, κάθε συμμετέχουσα αξιολογήθηκε και για τυχόν διαβήτη κύησης.

Οι γυναίκες με τα υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης κατά τη διάρκεια του πρώτου και δεύτερου τριμήνου είχαν σχεδόν τριπλάσιο κίνδυνο για εμφάνιση διαβήτη κύησης σε σύγκριση με γυναίκες που είχαν χαμηλότερα ποσοστά. Ο κύριος συγγραφέας Dr Cuilin Zhang, αναφέρει: «Η επίμονη κατάθλιψη από το πρώτο στο δεύτερο τρίμηνο θέτει τις γυναίκες σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο για εμφάνιση διαβήτη κύησης». Ο Dr. Zhang προσθέτει ότι θα ήταν μια «καλή ιδέα οι κλινικοί ιατροί να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στις γυναίκες με υψηλούς δείκτες κατάθλιψης κατά την αξιολόγηση του κινδύνου διαβήτη κύησης».

Η παχυσαρκία είναι γνωστός παράγοντας κινδύνου για τον διαβήτη κύησης, αλλά, παραλόγως, ο κίνδυνος διαβήτη κύησης ήταν υψηλότερος για τις μη παχύσαρκες γυναίκες με κατάθλιψη από ό, τι για τις παχύσαρκες γυναίκες με κατάθλιψη. Επιπλέον, οι ερευνητές διαπίστωσαν όχι μόνο ότι η πρώιμη κατάθλιψη προβλέπει αργότερα τον διαβήτη κύησης, αλλά και ότι ο διαβήτης κύησης προβλέπει την ανάπτυξη κατάθλιψης σε μεταγενέστερο στάδιο. Σχεδόν το 15% των γυναικών που εμφάνισαν διαβήτη κύησης βίωσαν και επιλόχεια κατάθλιψη, ποσοστό που είναι 4 φορές μεγαλύτερο από αυτό των γυναικών που δεν βιώσαν διαβήτη κύησης.

Ωστόσο είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η μελέτη αυτή δεν θα μπορούσε να αποδείξει μια σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Παρά το γεγονός ότι δεν φαίνεται να υπάρχουν ισχυροί δεσμοί, η ακριβής φύση της αλληλεπίδρασης θα είναι δύσκολο να διερευνηθεί. Με λίγα λόγια, τα αποτελέσματα της μελέτης είναι συναρπαστικά, αλλά αφήνουν μια μεγάλη σειρά από νέες ερωτήσεις που περιμένουν να απαντηθούν.