Διαβήτης

Η ινσουλινοαντίσταση επιδεινώνει τη γνωστική λειτουργία

Η ινσουλινοαντίσταση επιδεινώνει τη γνωστική λειτουργία
Μια νέα μελέτη Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ που δημοσιεύθηκε στο Journal of Alzheimer’s Disease διαπιστώνει ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη, που προκαλείται εν μέρει από την παχυσαρκία και την έλλειψη σωματικής άσκησης, συνδέεται επίσης με μια πιο ταχεία μείωση της απόδοσης των γνωστικών λειτουργιών. Σύμφωνα με την έρευνα, τόσο διαβητικά όσο και μη διαβητικά άτομα […]

Μια νέα μελέτη Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ που δημοσιεύθηκε στο Journal of Alzheimer’s Disease διαπιστώνει ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη, που προκαλείται εν μέρει από την παχυσαρκία και την έλλειψη σωματικής άσκησης, συνδέεται επίσης με μια πιο ταχεία μείωση της απόδοσης των γνωστικών λειτουργιών. Σύμφωνα με την έρευνα, τόσο διαβητικά όσο και μη διαβητικά άτομα με αντίσταση στην ινσουλίνη βιώνουν επιταχυνόμενη μείωση της γνωστικής λειτουργίας στην εκτελεστική λειτουργία και τη μνήμη.

Η μελέτη οδηγήθηκε από κοινού από τον καθηγητή David Tanne και τον καθηγητή Uri Goldbourt και πραγματοποιήθηκε από τον Δρ Miri Lutski, όλοι από την Ιατρική Σχολή Sackler του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ (TAU). «Αυτά είναι συναρπαστικά συμπεράσματα, διότι μπορεί να βοηθήσουν να προσδιοριστεί μια ομάδα ατόμων που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο γνωστικής εξασθένησης και άνοιας σε μεγαλύτερη ηλικία», λέει ο καθηγητής Tanne. «Γνωρίζουμε ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να προληφθεί και να αντιμετωπιστεί με αλλαγές στον τρόπο ζωής και αγωγή με ευαισθητοποιητές ινσουλίνης.

Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι μια κατάσταση στην οποία τα κύτταρα αποτυγχάνουν να αποκρίνονται φυσιολογικά στην ινσουλίνη. Η αντίσταση αποτρέπει τους μυς, το λίπος, και τα ηπατοκύτταρα να απορροφούν γλυκόζη. Ως αποτέλεσμα, το σώμα χρειάζεται υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης για να διατηρεί τη γλυκαιμία του.

Οι επιστήμονες ακολούθησαν μία ομάδα από περίπου 500 ασθενείς με υπάρχουσα καρδιαγγειακή νόσο για περισσότερο από δύο δεκαετίες. Αξιολόγησαν την αντίσταση στην ινσουλίνη των ασθενών χρησιμοποιώντας το μοντέλο αξιολόγησης ομοιόστασης (HOMA, υπολογίζεται χρησιμοποιώντας τη γλυκόζη αίματος νηστείας και το επίπεδο ινσουλίνης νηστείας). Οι γνωστικές λειτουργίες αξιολογήθηκαν με σειρά δοκιμασιών που εξέτασαν τη μνήμη, την εκτελεστική λειτουργία , την οπτική χωρική επεξεργασία, και την προσοχή. Οι αξιολογήσεις στη συνέχεια διεξήχθησαν 15 χρόνια μετά την έναρξη της μελέτης, και μετά πάλι πέντε έτη.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι τα άτομα με στο υψηλότερο τεταρτημόριο του δείκτη HOMA ήταν σε αυξημένο κίνδυνο για κακή απόδοση γνωστικών λειτουργιών και επιταχυνόμενη εξασθένηση των γνωστικών λειτουργιών σε σύγκριση με εκείνες των υπόλοιπων τριών τεταρτημορίων του δείκτη HOMA. «Αυτή η μελέτη οδηγεί στην ανάγκη για περισσότερη έρευνα ώστε να δοκιμαστούν τα γνωστικά οφέλη από παρεμβάσεις, όπως η άσκηση, η διατροφή και τα φάρμακα που βελτιώνουν την αντίσταση στην ινσουλίνη, προκειμένου να αποφευχθεί η άνοια», λέει ο καθηγητής Tanne.