Εντυπωσιακά είναι τα πρώτα αποτελέσματα από τις κλινικές δοκιμές μιας πειραματικής αντικαρκινικής ανοσοθεραπείας, η οποία ενισχύει τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενούς, ώστε να καταστρέψουν τους όγκους, ακόμη και σε περίπτωση μεταστάσεων. Τα Τ-λεμφοκύτταρα έχουν προηγουμένως τροποποιηθεί στο εργαστήριο και επανεισαχθεί στον ασθενή.
Επιστήμονες, με επικεφαλής τον Dr. Stanley R. Riddell του Κέντρου Αντικαρκινικών Ερευνών Φρεντ Χάτσινσον του Σιάτλ, ανέφεραν ότι ασθενείς με προχωρημένους καρκίνους του αίματος, που δεν αναμενόταν να ζήσουν πάνω από πέντε μήνες, εμφάνιζαν πλήρη ύφεση της νόσου 18 μήνες μετά την θεραπεία, χωρίς πλέον τα παραμικρά ίχνη καρκίνου.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάζει η έγκυρη βρετανική εφημερίδα Guardian, σε μία κλινική δοκιμή, πάνω από το 90% των ασθενών με οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία εμφάνισαν πλήρη ύφεση της νόσου. Σε δύο άλλες κλινικές δοκιμές με 40 ασθενείς που είχαν είτε μη-Χότζκινς λέμφωμα, είτε χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία, πάνω από το 80% ανταποκρίθηκαν θετικά στη θεραπεία και περίπου οι μισοί εμφάνιζαν πλήρη ύφεση μετά από ενάμισι έτος.
Επιστήμονες που δεν συμμετείχαν στην έρευνα εμφανίσθηκαν επιφυλακτικοί, επισημαίνοντας ότι η νέα θεραπεία δεν είναι αποτελεσματική σε όλους. Επίσης μερικοί ασθενείς – μετά τον αναπρογραμματισμό (τροποποίηση) του ανοσοποιητικού συστήματός τους – εμφανίζουν παρενέργειες όπως πυρετό, υπόταση, νευροτοξικότητα κ.α., ενώ δύο έχασαν τη ζωή τους.
«Πρόκειται για ασθενείς στους οποίους είχαν αποτύχει τα πάντα έως τώρα και οι οποίοι είχαν προσδόκιμο ζωής δύο έως πέντε μηνών. Είναι εντυπωσιακό και τελείως ασυνήθιστο στην ιατρική – για να είμαι ειλικρινής – να βλέπει κανείς τόσο θετική ανταπόκριση από ασθενείς με τόσο προχωρημένη ασθένεια» ανέφερε ο Dr. Stanley R. Riddell και πρόσθεσε: «Υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος μπροστά μας. Η ανταπόκριση δεν είναι πάντα διαρκής. Μερικοί ασθενείς υποτροπιάζουν. Πρόκειται για ένα βήμα-ορόσημο που μπορεί να αλλάξει τη θεραπεία του καρκίνου, αλλά χρειάζεται ακόμη χρόνος για αυτό. Επίσης, πρέπει να βρούμε τρόπο να εφαρμόζουμε τη νέα θεραπεία έγκαιρα και όχι να περιμένουμε έως ότου οτιδήποτε άλλο έχει αποτύχει στους ασθενείς».