Ογκολογία

Οι γυναίκες με μη διηθητικό καρκίνο του μαστού δεν ζουν λιγότερο

healthweb.gr | Ειδήσεις όπως είναι.
Το in Situ πορογενές καρκίνωμα (Ductal Carcinoma in Situ, DCIS) είναι μια μη διηθητική μορφή καρκίνου του μαστού. Παρά το γεγονός ότι η νόσος αυτή δεν είναι απειλητική για τη ζωή από μόνη της, μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες ανάπτυξης μίας πιο επιθετικής μορφής καρκίνου του μαστού αργότερα. Ωστόσο, μια νέα μελέτη δείχνει ότι οι […]

Το in Situ πορογενές καρκίνωμα (Ductal Carcinoma in Situ, DCIS) είναι μια μη διηθητική μορφή καρκίνου του μαστού. Παρά το γεγονός ότι η νόσος αυτή δεν είναι απειλητική για τη ζωή από μόνη της, μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες ανάπτυξης μίας πιο επιθετικής μορφής καρκίνου του μαστού αργότερα. Ωστόσο, μια νέα μελέτη δείχνει ότι οι γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε θεραπεία για πορογενές καρκίνωμα in situ ζουν όσο οι άλλες γυναίκες.

Σύμφωνα με την Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία, το πορογενές καρκίνωμαin situ (DCIS) αντιπροσωπεύει περίπου τον 1 στους 5 νεοδιαγνωσθέντες καρκίνους του μαστού .  Το DCIS θεωρείται «μη επιθετικό», επειδή δεν εξαπλώνεται στο υπόλοιπο του σώματος. Ωστόσο, υπάρχει ένας κίνδυνος το DCIS να εξελιχθεί σε μια επιθετική μορφή καρκίνου του μαστού – σήμερα εκτιμάται σε κάτω από 30%. Γι’ αυτό  το λόγο η νόσος τυπικά αντιμετωπίζεται με χειρουργική επέμβαση ή ένα συνδυασμό χειρουργικής επέμβασης και ακτινοθεραπείας .

Η νέα έρευνα που μόλις παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Καρκίνου 2017 (ECCO) στο Άμστερνταμ, υποδηλώνει ότι οι γυναίκες ηλικίας 50 ετών και άνω, οι οποίες έχουν διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί για DCIS τείνουν να ζουν περισσότερο από τις γυναίκες στο γενικό πληθυσμό. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από μια ομάδα ερευνητών από το Ολλανδικό Ινστιτούτο Καρκίνου στο Άμστερνταμ, με επικεφαλής τον παθολογοανατόμο Δρ Jelle Wesseling. Τα ευρήματα παρουσιάστηκαν στο συνέδριο από την Δρ Lotte Elshof, ιατρό/επιδημιολόγο στο Ολλανδικό Ινστιτούτο Καρκίνου, και πρώτο συγγραφέα της μελέτης.

Ο Δρ Wesseling και η ομάδα του διερεύνησαν κλινικά δεδομένα για σχεδόν 10.000 γυναίκες που υποβλήθηκαν σε θεραπεία για DCIS με χειρουργική επέμβαση, ακτινοθεραπεία, ή και τα δύο. Οι ερευνητές παρακολούθησαν τις γυναίκες μεταξύ 1989 και 2004. Οι επιστήμονες συνέκριναν την αιτία ειδικής θνησιμότητας σε αυτή την ομάδα με τα αναμενόμενα ποσοστά θνησιμότητας στο γενικό γυναικείο πληθυσμό με τον υπολογισμό τυποποιημένων δεικτών θνησιμότητας. Κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης, συνέβησαν 1.429 θάνατοι. Από αυτούς, 368 θάνατοι προκλήθηκαν από καρδιαγγειακές παθήσεις, και 284 από καρκίνο του μαστού.

Συνολικά, οι συμμετέχουσες στη μελέτη είχαν σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας από κάθε αιτία, σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό. Συγκεκριμένα, οι γυναίκες ηλικίας 50 ετών και άνω, οι οποίες είχαν υποβληθεί σε θεραπεία για DCIS είχαν 10% χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου από όλες τις αιτίες, σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό. Οι πρώην ασθενείς με DCIS είχαν χαμηλότερες πιθανότητες να πεθάνουν από το κυκλοφορικό, το πεπτικό, και από το αναπνευστικό, καθώς και από ψυχικές διαταραχές και διαταραχές συμπεριφοράς. Επιπλέον, είχαν επίσης χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου από ενδοκρινικά και μεταβολικά νοσήματα καθώς επίσης και από καρκίνο του πνεύμονα και του ουρογεννητικού.

Ωστόσο, η μελέτη επίσης έδειξε ότι μετά από 10 χρόνια, οι ασθενείς με DCIS είχαν ένα ελαφρώς υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από καρκίνο του μαστού συγκριτικά με τον γενικό γυναικείο πληθυσμό. Στα 10 χρόνια, ο κίνδυνος αυτός ήταν περίπου 2,5%, και 15 χρόνια μετά τη διάγνωση DCIS, αυτός αυξήθηκε σε 3,9%. Οι συγγραφείς προτείνουν ότι τα ευρήματά τους θα πρέπει να καθησυχάσουν τις γυναίκες με DCIS ότι τόσο η νόσος όσο και η θεραπεία της δεν αυξάνουν τον κίνδυνο θανάτου.