Πρωτοσέλιδο

Χαμηλές δόσεις ακτινοβολίας μπορούν να βλάψουν το καρδιαγγειακό

Χαμηλές δόσεις ακτινοβολίας μπορούν να βλάψουν το καρδιαγγειακό
Οι ιοντίζουσες ακτινοβολίες, όπως οι ακτίνες Χ, έχουν μια επιβλαβή επίδραση στο καρδιαγγειακό σύστημα, ακόμη και σε δόσεις ισοδύναμες με επαναλαμβανόμενες απεικονίσεις με αξονική τομογραφία (CT), προτείνει μία νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση International Journal of Radiation Biology. Είναι γνωστό ότι οι πληθυσμοί που εκτίθενται σε ιοντίζουσα ακτινοβολία μέσω ιατρικών εφαρμογών ή περιβαλλοντικών […]

Οι ιοντίζουσες ακτινοβολίες, όπως οι ακτίνες Χ, έχουν μια επιβλαβή επίδραση στο καρδιαγγειακό σύστημα, ακόμη και σε δόσεις ισοδύναμες με επαναλαμβανόμενες απεικονίσεις με αξονική τομογραφία (CT), προτείνει μία νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση International Journal of Radiation Biology.

Είναι γνωστό ότι οι πληθυσμοί που εκτίθενται σε ιοντίζουσα ακτινοβολία μέσω ιατρικών εφαρμογών ή περιβαλλοντικών παραγόντων έχουν συμπτώματα που υποδηλώνουν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Ωστόσο, αυτή η ερευνητική μελέτη δείχνει ότι έκθεση σε χαμηλές δόσεις της τάξης περίπου του 0,5 Gy (ισοδύναμη με επαναλαμβανόμενες εξετάσεις CT) συνδέεται με ένα σημαντικά αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, μέχρι και για δεκαετίες μετά την έκθεση. Αυτό εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη φύση των μακροπρόθεσμων μεταβολών στο καρδιαγγειακό σύστημα που προκαλείται από τέτοιες δόσεις.

Οι Δρ Soile Tapio και Omid Azimzadeh από το Helmholtz Zentrum München, το γερμανικό ερευνητικό κέντρο περιβαλλοντικής υγείας, και οι συνεργάτες τους μελέτησαν πώς ενδοθηλιακά κύτταρα στεφανιαίων αγγείων του ανθρώπου αποκρίνονται σε μια σχετικά χαμηλή δόση ακτινοβολίας της τάξης του 0,5 Gy. Οι ερευνητές διαπίστωσαν αρκετές μόνιμες μεταβολές στα κύτταρα αυτά, που είχαν τη δυνατότητα να επηρεάσουν αρνητικά βασικές λειτουργίες τους.

Τα ενδοθηλιακά κύτταρα, τα οποία σχηματίζουν το εσωτερικό στρώμα των αιμοφόρων αγγείων, βρέθηκαν να παράγουν μειωμένες ποσότητες μονοξειδίου του αζώτου, ενός ουσιαστικού μορίου σε διάφορες φυσιολογικές διεργασίες όπως η αγγειοσυστολή. Προηγουμένως, ακτινοβολία υψηλής δόσης (16 Gy) είχε αποδειχθεί ότι μειώνει τα επίπεδα του μονοξειδίου του αζώτου στον ορό των ποντικών, αλλά αυτή είναι η πρώτη μελέτη που διαπιστώνει εξασθενημένη σηματοδότηση μονοξειδίου του αζώτου σε πολύ χαμηλότερες δόσεις.

Τα κύτταρα που έχουν πληγεί από την ακτινοβολία χαμηλής δόσης παρήγαγαν επίσης αυξημένη ποσότητες δραστικών ριζών  οξυγόνου (ROS), οι οποίες σχηματίζονται ως ένα φυσικό υποπροϊόν του κανονικού μεταβολισμού του οξυγόνου και παίζουν σημαντικό ρόλο στην κυτταρική σηματοδότηση. Οι αυξημένες ROS μπορεί να βλάψουν το DNA και τις πρωτεΐνες.

Επιπλέον, τα εκτεθειμένα ενδοθηλιακά κύτταρα της καρδιάς βρέθηκαν να έχουν μειωμένη ικανότητα να αποικοδομούν οξειδωμένες πρωτεΐνες και να εμφανίζουν πρόωρη γήρανση. Αυτές οι επιβλαβείς αλλαγές δεν συνέβησαν άμεσα αλλά μετά μία έως δύο εβδομάδες. Καθώς αυτά τα κύτταρα δεν διαιρούνται ταχέως στο σώμα, αυτό που παρατηρήθηκε στην κυτταροκαλλιέργεια θα αντιστοιχούσε σε πολλά έτη στο ζωντανό οργανισμό.

Όλες αυτές οι μοριακές μεταβολές είναι ενδεικτικές μακροχρόνιας πρόωρης δυσλειτουργίας και προτείνουν μια μηχανιστική εξήγηση για τα επιδημιολογικά στοιχεία που δείχνουν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου μετά από έκθεση σε χαμηλές δόσεις ακτινοβολίας, συμπεραίνουν οι συγγραφείς.