Πρωτοσέλιδο

Η εγκυμοσύνη δεν αυξάνει τον κίνδυνο μελανώματος

Η εγκυμοσύνη δεν αυξάνει τον κίνδυνο μελανώματος
Οι μέλλουσες μητέρες δεν χρειάζεται να ανησυχούν ότι είναι πιο επιρρεπείς να αναπτύξουν μελάνωμα, ή θα έχουν χειρότερη πρόγνωση, εάν εμφανίσουν αυτόν τον σοβαρό καρκίνο του δέρματος, συγκριτικά με τις γυναίκες που δεν είναι έγκυες, σύμφωνα με μελέτη που τα αποτελέσματά της δημοσιεύονται στο περιοδικό του Αμερικανικού Κολεγίου Χειρουργών. Το μελάνωμα είναι γνωστό για την […]

Οι μέλλουσες μητέρες δεν χρειάζεται να ανησυχούν ότι είναι πιο επιρρεπείς να αναπτύξουν μελάνωμα, ή θα έχουν χειρότερη πρόγνωση, εάν εμφανίσουν αυτόν τον σοβαρό καρκίνο του δέρματος, συγκριτικά με τις γυναίκες που δεν είναι έγκυες, σύμφωνα με μελέτη που τα αποτελέσματά της δημοσιεύονται στο περιοδικό του Αμερικανικού Κολεγίου Χειρουργών. Το μελάνωμα είναι γνωστό για την επιθετική φύση του και την ικανότητά του να εξαπλώνεται σε άλλα όργανα.

Αλλά αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι πρόκειται για την πιο κοινή μορφή καρκίνου που προκύπτει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αντιπροσωπεύοντας το 31% του συνόλου των κακοηθειών μεταξύ των εγκύων. Για δεκαετίες, υπήρχε η πεποίθηση ότι η εγκυμοσύνη έχει αρνητική επίδραση στην πορεία του μελανώματος, αυξάνοντας τον κίνδυνο ανάπτυξής του, και την ικανότητά του να εξαπλώνεται σε όλο το σώμα, ανέφερε ο συγγραφέας Mark Faries, MD, FACS, διευθυντής του Ινστιτούτου Καρκίνου John Wayne, Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια.

Για να προσδιοριστεί αν αυτή η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση αληθεύει, ερευνητές από το Ινστιτούτο Καρκίνου John Wayne χρησιμοποίησαν τη βάση δεδομένων τους για το μελάνωμα. Ανέλυσαν δεδομένα σχετικά με 2.025 γυναίκες ηλικίας 18 έως 50 που είχαν διαγνωστεί με μελάνωμα σταδίου Ι έως ΙΙΙ οποίες υποβλήθηκαν σε θεραπεία στο ίδρυμά τους μεταξύ 1971 και 2016.

«Σε γενικές γραμμές, είναι σημαντικό να σημειωθεί σχετικά με το μελάνωμα ότι η συχνότητα εμφάνισής του αυξάνεται μεταξύ νέων γυναικών 20-39 ετών, και είναι η ίδια ομάδα που επηρεάζεται από μελάνωμα στην εγκυμοσύνη» δήλωσε ο Δρ Faries. Στη μελέτη αυτή, ο Δρ Faries και οι συνεργάτες του εντόπισαν 156 γυναίκες που είχαν αναπτύξει μελάνωμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ανέλυσαν παράγοντες των ασθενών όπως η ηλικία, το στάδιο κατά τη διάγνωση, τον τύπο της ιστολογίας του, το πάχος του κατά Breslow και την ύπαρξη εξέλκωσης. Επιπλέον, διεξήγαγαν πολλαπλές αναλύσεις για να συγκρίνουν τα συνολικά ποσοστά επιβίωσης και τα ποσοστά επιβίωσης ελεύθερης νόσου σε έγκυες και σε μη έγκυες που είχαν διαγνωσθεί με μελάνωμα.

Βρήκαν ότι οι παράγοντες των ασθενών ήταν παρόμοιοι τόσο για μελάνωμα σχετιζόμενο με την κύηση όσο και εκτός κύησης, χωρίς σημαντικές διαφορές στο πάχος Breslow, ή ιστολογικό τύπο. Επίσης δεν υπήρχε διαφορά στο στάδιο κατά τη διάγνωση. Επιπλέον, οι ερευνητές βρήκαν ότι τα ποσοστά υποτροπής ήταν παρόμοια μεταξύ των δύο ομάδων. Περίπου 38% των εγκύων γυναικών είχαν μια υποτροπή του μελανώματος σε σύγκριση με το 36% των μη εγκύων ομολόγων τους.

Οι αναλύσεις των συνολικών ποσοστών επιβίωσης εντός και εκτός κυήσεως σε στάδια Ι έως III δεν έδειξαν διαφορές (δεν υπήρχαν ασθενείς σταδίου IV). Στα 10 χρόνια, η ελεύθερη νόσου επιβίωση ήταν 65,7% και 62,3% για τις μη έγκυες γυναίκες και τις έγκυες, αντίστοιχα. Η μελέτη αυτή ανατρέπει την πεποίθηση ότι η εγκυμοσύνη και το μελάνωμα αποτελούν έναν δυσμενή συνδυασμό. Αντ ‘αυτού, δείχνει ότι η πρόγνωση για τις ασθενείς που είναι έγκυες δεν είναι διαφορετική από τις ασθενείς που δεν είναι έγκυες, εξήγησε ο Δρ Faries. «Οι έγκυες ασθενείς πρέπει να ελέγχονται για μελάνωμα με παρόμοιο τρόπο όπως οι μη έγκυες ασθενείς και θα πρέπει να ενημερώνονται ότι η πρόγνωσή τους δεν επηρεάζεται αρνητικά από την εγκυμοσύνη. Η διαπίστωση αυτή θα πρέπει να είναι πολύ καθησυχαστική τόσο για τις ασθενείς όσο και τους ιατρούς που εμπλέκονται στη φροντίδα τους.»