Σεξουαλική Υγεία

Αντιμετωπίζεται η γυναικεία υπερσεξουαλικότητα;

Αντιμετωπίζεται η γυναικεία υπερσεξουαλικότητα;
Η πρώτη εκτενής μελέτη για τη γυναικεία υπερσεξουαλικότητα δείχνει ότι για τρεις στις εκατό γυναίκες περίπου η υπέρμετρη σεξουαλική δραστηριότητα αποτελεί εμπόδιο στην καθημερινή ζωή. Γερμανοί ερευνητές από το Αμβούργο διαπίστωσαν ότι οι υψηλοί δείκτες αυτοϊκανοποίησης και χρήσης πορνογραφικού υλικού συνδέονται άμεσα με το φαινόμενο. Στη μελέτη συμμετείχαν περίπου 1.000 γυναίκες στη Γερμανία – κυρίως […]

Η πρώτη εκτενής μελέτη για τη γυναικεία υπερσεξουαλικότητα δείχνει ότι για τρεις στις εκατό γυναίκες περίπου η υπέρμετρη σεξουαλική δραστηριότητα αποτελεί εμπόδιο στην καθημερινή ζωή.

Γερμανοί ερευνητές από το Αμβούργο διαπίστωσαν ότι οι υψηλοί δείκτες αυτοϊκανοποίησης και χρήσης πορνογραφικού υλικού συνδέονται άμεσα με το φαινόμενο.

Στη μελέτη συμμετείχαν περίπου 1.000 γυναίκες στη Γερμανία – κυρίως φοιτήτριες – και οι ερευνητές τις ρώτησαν, μεταξύ άλλων, πόσο συχνά αυτοϊκανοποιούνται, πόσο συχνά παρακολουθούν βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου και πόσους σεξουαλικούς συντρόφους είχαν στη ζωή τους.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν το δείκτη υπερσεξουαλικότητας HBI, ο οποίος περιλαμβάνει 19 ερωτήσεις σχετικά με την επιρροή του σεξ στην καθημερινή ζωή (π.χ. πόσο συχνά χρησιμοποιεί το άτομο το σεξ για να αντιμετωπίσει συναισθηματικά προβλήματα, κατά πόσο η σεξουαλική δραστηριότητα βρίσκεται έξω από τον έλεγχο του ατόμου ή εάν η σεξουαλική δραστηριότητα αποτελεί εμπόδιο στην εργασιακή ζωή).

Η συχνότητα αυτοϊκανοποίησης, η συχνότητα χρήσης πορνογραφικού υλικού και ο αριθμός των ερωτικών συντρόφων φάνηκε να συνδέονται άμεσα με την υψηλή βαθμολογία στο δείκτη HBI, αναφέρει η σχετική μελέτη στην επιθεώρηση Journal of Sexual Medicine.

Οι ερευνητές τονίζουν ότι η απρόσωπη σεξουαλική δραστηριότητα ήταν ο παράγοντας με τη μεγαλύτερη βαρύτητα όσον αφορά τον ορισμό της υπερσεξουαλικότητας.

Συμπληρώνουν πως παραμένει άγνωστο κατά πόσο οι εκδηλώσεις της υπερσεξουαλικής συμπεριφοράς διαφέρουν μεταξύ ανδρών και γυναικών, καθώς είναι ελάχιστα τα ερευνητικά δεδομένα που αφορούν αποκλειστικά στο γυναικείο φύλο.

Ο Αμερικανικός Ψυχιατρικός Σύλλογος έχει καταθέσει πρόταση ώστε η Διαταραχή Υπερσεξουαλικότητας να ενταχθεί σε παράρτημα του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εργαλείου Ψυχικών Διαταραχών (DSM).

Συμπτώματα

Τα κριτήρια που είχαν προταθεί ως διαγνωστικά για την εισαγωγή της υπερσεξουαλικότητας στο 5ο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών, ανέφεραν ότι:

Για τουλάχιστον 6 μήνες θα πρέπει να υπάρχει μια επαναλαμβανόμενη, μη παραφιλική, έντονη ασχολία του ατόμου με σεξουαλικές φαντασιώσεις, ορμές και συμπεριφορές που σχετίζεται με τέσσερα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

  • Υπερβολική κατανάλωση χρόνου με σεξουαλικές φαντασιώσεις, ορμές και συμπεριφορές και στον σχεδιασμό ή εμπλοκή στις συμπεριφορές αυτές.
  • Επαναλαμβανόμενη εμπλοκή στη συμπεριφοράς ως απάντηση σε καταστάσεις δυσφορίας όπως: άγχος, καταθλιπτική σκέψη, ευερεθιστότητα και ανία.
  • Επαναλαμβανόμενη εμπλοκή στη συμπεριφοράς ως απάντηση σε στρεσσογόνα γεγονότα.
  • Επαναλαμβανόμενες ανεπιτυχείς προσπάθειες ελέγχου ή μείωσης των παραπάνω συμπεριφορών.
  • Παράβλεψη του κινδύνου σωματικής και συναισθηματικής βλάβης του εαυτού ή των άλλων.

Τα παραπάνω συμπτώματα θα πρέπει να προκαλούν κλινικά σημαντική δυσφορία στο άτομο και βλάβη της κοινωνικής, εργασιακής ή άλλων σημαντικών τομέων λειτουργικότητας που να σχετίζεται με την συχνότητα και την ένταση αυτών των σεξουαλικών φαντασιώσεων και ορμών και συμπεριφορών.

Αυτές οι σεξουαλικές φαντασιώσεις, ορμές και συμπεριφορές να μην εμφανίζονται ως άμεση ψυχολογική επίπτωση ουσιών, φαρμάκων, ιατρικής πάθησης ή επεισοδίου μανίας.

Το άτομο να είναι τουλάχιστον 18 ετών.

Ως ψυχολογικές μέθοδοι θεραπείας για την υπερσεξουαλική συμπεριφορά έχουν προταθεί:

  • οι ψυχοδυναμικές προσεγγίσεις
  • οι γνωστικές συμπεριφοριστικές προσεγγίσεις
  • οι ομαδικές θεραπείες
  • η οικογενειακή θεραπεία
  • η θεραπεία ζεύγους
  • η θεραπεία των 12 βημάτων απεξάρτησης

Η φαρμακευτική θεραπεία, εξατομικεύεται και αξιολογείται βάσει της κλινικής εικόνας των συμπτωμάτων, της ηλικίας του ασθενούς, του χρονικού ιστορικού, της ενσυναίσθησης αλλά και της συνεργασιμότητας του ιδίου με τον θεραπευτή του.