Άποψη

Καρκίνος μαστού: Το υποκειμενικό στρες κάνει τις γυναίκες πιο ευάλωτες.Νέα έρευνα

Καρκίνος μαστού: Το υποκειμενικό στρες κάνει τις γυναίκες πιο ευάλωτες.Νέα έρευνα
Γράφει για το Healthweb.gr η κ. Κουμαντάκη Βασιλική , MSc, MBPsS Κλινική Ψυχολόγος / Υγείας. Το υποκειμενικό στρες κάνει τις γυναίκες πιο ευάλωτες στον καρκίνο του μαστού . Πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα φάνηκαν σε έρευνα που διεξήχθη στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος της Διασυνδετικής Ψυχιατρικής της Β΄ Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε δείγμα 207 γυναικών.

Ο καρκίνος του μαστού, παρά την ραγδαία εξέλιξη των διαγνωστικών μεθόδων και των καινοτόμων παρεμβάσεων, εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες νοσηρότητας από καρκίνο και πρόωρης θνητότητας των γυναικών σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια γίνεται ιδιαίτερος λόγος για τη  διερεύνηση όχι μόνο των βιολογικών και περιβαλλοντικών, αλλά και των ψυχολογικών παραγόντων που ενδεχομένως σχετίζονται με την έκλυση ή/και  την πορεία της νόσου. Πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα φάνηκαν σε έρευνα που διεξήχθη στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος της Διασυνδετικής Ψυχιατρικής της Β΄ Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε δείγμα 207 γυναικών.Σκοπός της  έρευνας αποτέλεσε η διερεύνηση της πιθανής συσχέτισης παρελθοντικών ψυχολογικών παραγόντων και κοινωνικών συνθήκων με την εμφάνιση και την έκλυση  του καρκίνου του μαστού. Μία ομάδα γυναικών υπό θεραπεία για κακοήθεια μαστού σε Νοσοκομειακές μονάδες των Αθηνών συγκρίθηκε με μια ομάδα ελέγχου χωρίς κακοήθεια οι οποίες όμως αποτελούνταν ως επί το πλείστων από συγγενείς και φροντιστές των γυναικών με καρκίνο του μαστού.

Πιο συγκεκριμένα διερευνήθηκε εάν στις γυναίκες με καρκίνο του μαστού, τα στρεσογόνα γεγονότα ζωής και το αντιλαμβανόμενο/υποκειμενικό στρες, σε βάθος μιας πενταετίας,  ήταν  σε υψηλότερα επίπεδα από την ομάδα γυναικών χωρίς καρκίνο του μαστού καθως και εάν η ανθεκτικότητά τους σε χαμηλότερα επίπεδα, δηλαδή  βρίσκονταν σε καθεστώς αυξημένης ψυχολογικής  ευαλωτότητας.Αυτό που δείχνει να αποτελεί σημαντικό εύρημα, στην συγκεκριμένη έρευνα, είναι η αναφορά  του αντιλαμβανόμενου/υποκειμενικού  στρες πριν της εμφάνισης της νόσου στην ομάδα των γυναικών με καρκίνο του μαστού καθως φάνηκε ότι οι συμμετέχουσες με καρκίνο του μαστού εμφανίζουν σε βάθος πενταετίας υψηλότερα επίπεδα αντιλαμβανόμενου στρες σε σύγκριση με τις συμμετέχουσες της ομάδας ελέγχου της ομάδας δηλαδή που είναι ελεύθερες νόσου.


Ωστόσο ιδιαιτέρα σημαντικό είναι επίσης, ότι το αντιλαμβανόμενο στρες των καρκινοπαθών γυναικών ήταν ανεξάρτητο από τη χρονική απόσταση από τη διάγνωση τους.  Οι γυναίκες δηλαδή που έχουν νοσήσει ή που νοσούν στην παρούσα φάση από καρκίνο του μαστού δείχνουν να μπορούν αντιλαμβάνονται, να αναγνωρίζουν  αλλά και να μπορούν να ανακαλέσουν το στρες στην ζωή τους  σαν μια έντονα επιβαρυντική κατάσταση που το άτομο όχι μόνο την αντιλαμβάνεται, αλλά και την αναγνωρίζει ως επιβλαβή και επιβαρυντική.  Από παρεμφερείς έρευνες έχει όντως φανεί ότι το αντιλαμβανόμενο στρες όταν συνδυάζεται με πιθανά επικίνδυνες συμπεριφορές στον τρόπο ζωής (κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ, παχυσαρκία) μπορεί να αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα  που δυνητικά  συμβάλλει και αυτός στην εμφάνιση του καρκίνου μαστού (Wang et al. 2013).Οι δυο ομάδες  φαίνεται να μην παρουσιάζουν διάφορες ως προς την ψυχική ανθεκτικότητα. Η ανθεκτικότητα  αποτελεί ένα αρκετά σταθερό και παγιωμένο χαρακτηριστικό αλλά και έναν ανεξάρτητο προστατευτικό παράγοντα της προσωπικότητας των ατόμων και συνεπώς, είναι λογικό να μην  επηρεάζεται ουσιαστικά, από σχετικά πρόσφατη αντικειμενική έκθεση σε στρεσογόνα γεγονότα ζωής.

Συμπερασματικά, στην συγκεκριμένη έρευνα οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού αναφέρουν υψηλότερα επίπεδα αντιλαμβανόμενου στρες πριν την εμφάνισης της νόσου σε βάθος πενταετίας σε σύγκριση με τις συμμετέχουσες της ομάδας ελέγχου. Το εύρημα αυτό δείχνει ότι η ομάδα των ασθενών νοηματοδοτούν το αυτοαναφερόμενο στρες ως σημαντικά επιβαρυντικό όσο και επιβλαβές  σε σχέση με τις γυναίκες που δεν έχουν νοσήσει, ακόμα και αν οι δεύτερες  ήταν εκτεθειμένες σε παρόμοια ερεθίσματα λόγω της νόσου των κοντινών τους προσώπων αλλά και της επαφής τους με στρεσογόνες καταστάσεις και παράλληλα είχαν παρόμοια τα επίπεδα ανθεκτικότητας.Τα ευρήματα υπογραμμίζουν επίσης την αναγκαιότητα σχεδιασμού ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων και προγραμμάτων υποστήριξης  αλλά και πρόληψης σε εθνικό επίπεδο αλλά και εφαρμογής εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ειδικά στον γυναικείο εφηβικό πληθυσμό.Επιπλέον, στο πλαίσιο στρατηγικών πρόληψης, είναι σημαντικό να συμπεριληφθεί στα προγράμματα και η αντιμετώπιση και μείωση του καθημερνού στρες ως ένας δυνητικά επιπλέον επιβαρυντικός παράγοντας.   Η υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να έχει ευεργετικά αποτελέσματα σε σχέση με την υιοθέτηση ενός πιο υγιούς  τρόπου ζωής.

Κουμαντάκη Βασιλική , MSc, MBPsS

Κλινική Ψυχολόγος / Υγείας

Φιλελλήνων 26  Ηλιούπολη 16343 Αθήνα

vivikoumantakis@gmail.com

www.doctoranytime.gr/d/Psychologos/koumantaki-vasiliki?ins=0

τηλ. 6944477724

2109959838

Βιβλιογραφική Πηγή