Χαμηλά επίπεδα συγκεκριμένων βιταμινών και μετάλλων φαίνεται να σχετίζονται με την εμφάνιση χρόνιου πόνου, σύμφωνα με μελέτη που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο της Αριζόνα και δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Pain Practice. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλης κλίμακας μελέτη που εφαρμόζει εξατομικευμένη ιατρική προσέγγιση στον χρόνιο πόνο, εξετάζοντας εκτενώς τα επίπεδα μικροθρεπτικών συστατικών σε άτομα με και χωρίς χρόνιο πόνο.
Ο ρόλος των μικροθρεπτικών συστατικών
Η ερευνητική ομάδα επικεντρώθηκε σε πέντε βασικά μικροθρεπτικά συστατικά που έχουν συσχετιστεί με τον χρόνιο πόνο: βιταμίνη D, βιταμίνη B12, βιταμίνη C, φυλλικό οξύ και μαγνήσιο. Η μελέτη συνέκρινε τρεις ομάδες ατόμων: χωρίς πόνο, με ήπιο έως μέτριο χρόνιο πόνο και με σοβαρό χρόνιο πόνο.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι σοβαρές ελλείψεις σε βιταμίνη D, B12, φυλλικό οξύ και μαγνήσιο συνδέονται με σοβαρό χρόνιο πόνο. Αντίστοιχα, χαμηλά ή οριακά επίπεδα των εν λόγω θρεπτικών στοιχείων παρατηρήθηκαν συχνότερα σε άτομα με σοβαρό πόνο.
«Αυτό που μας εξέπληξε ήταν ότι οι γυναίκες ασιατικής καταγωγής με χρόνιο πόνο παρουσίαζαν υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης B12 απ’ ό,τι αναμέναμε», δήλωσε η Δρ. Deborah Morris, συν-συγγραφέας της μελέτης, επισημαίνοντας ότι σε άλλες φυλετικές και εθνοτικές ομάδες η έλλειψη ήταν εμφανής.
Αντίθετα, η βιταμίνη C φάνηκε να επηρεάζει περισσότερο τους άνδρες: όσοι παρουσίαζαν ήπιο έως σοβαρό χρόνιο πόνο είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν χαμηλά ή οριακά χαμηλά επίπεδα της συγκεκριμένης βιταμίνης.
Ολιστική προσέγγιση στην αντιμετώπιση του πόνου
Η Δρ. Julie Pilitsis, επικεφαλής της Νευροχειρουργικής στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα και συντονίστρια της μελέτης, δήλωσε: «Θεραπεύω ασθενείς με χρόνιο πόνο, και πολλές φορές δεν καταλήγουμε σε διάγνωση. Όμως το γεγονός ότι δεν υπάρχει χειρουργική λύση, δεν σημαίνει πως ο πόνος τους δεν είναι πραγματικός. Η μελέτη μας προτείνει μια νέα, ολιστική προσέγγιση, όπου εξετάζουμε το άτομο συνολικά – και προτείνουμε αλλαγές στη διατροφή, αντί φαρμακευτικών παρεμβάσεων».
Η χρήση δεδομένων από τη μεγάλη ερευνητική βάση του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας των ΗΠΑ (All of Us Research Database), στην οποία συμμετείχαν χιλιάδες εθελοντές, επέτρεψε τη δημιουργία ενός ευρέος δείγματος με διαφορετικά δημογραφικά χαρακτηριστικά.
Νέες δυνατότητες για εξατομικευμένη διατροφή και πρόληψη
Τα ευρήματα ενισχύουν την άποψη ότι η αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου δεν μπορεί να είναι γενική και ομοιογενής. Όπως επεσήμανε η Pilitsis:
«Δεν μπορούμε πλέον να κάνουμε υποθέσεις με βάση το μέσο όρο. Οι ανάγκες κάθε ασθενούς είναι μοναδικές». Η Morris πρόσθεσε: «Σκοπός μας είναι να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής των ατόμων με χρόνιο πόνο και να μειώσουμε την εξάρτηση από τα οπιοειδή. Η διατροφική παρέμβαση μπορεί να είναι ένα απλό και αποτελεσματικό εργαλείο σε αυτή την προσπάθεια».
Ο χρόνιος πόνος σε αριθμούς
Σύμφωνα με έκθεση του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) τον Νοέμβριο του 2024, περίπου το 25% των ενηλίκων στις ΗΠΑ ζουν με χρόνιο πόνο. Ο χρόνιος πόνος συνδέεται με μειωμένη ποιότητα ζωής, χρήση οπιοειδών, άγχος, κατάθλιψη και ανεκπλήρωτες ψυχοκοινωνικές ανάγκες.
Διεθνής συνεργασία
Η μελέτη διεξήχθη σε συνεργασία με ερευνητές από τα Πανεπιστήμια Florida Atlantic, Florida International, το Grigore T. Popa στη Ρουμανία και το Vrije Universiteit Brussel στο Βέλγιο, αναδεικνύοντας τη σημασία της διεπιστημονικής και διεθνούς προσέγγισης στην κατανόηση και αντιμετώπιση πολύπλοκων προβλημάτων υγείας.
Η διατροφή μπορεί να αποτελέσει το «κλειδί» για την ανακούφιση του χρόνιου πόνου. Η κατανόηση της σχέσης μεταξύ βιταμινών και πόνου ανοίγει νέους δρόμους για μη φαρμακευτικές, εξατομικευμένες λύσεις σε ένα πρόβλημα που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους.