Ψυχική Υγεία

Ορμόνη ξεχωρίζει την κατάθλιψη από τη σχιζοφρένεια

healthweb.gr | Ειδήσεις όπως είναι.
Η κατάθλιψη θεωρείται ότι επηρεάζει πάνω από 300 εκατομμύρια άτομα σε όλο τον κόσμο ενώ η σχιζοφρένεια επηρεάζει 51 εκατομμύρια άτομα. Και οι δύο νόσοι έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή των πασχόντων. Eρευνητές έχουν βρει ένα νέο τρόπο χρησιμοποίησης των πρωτεϊνών στα νευρικά κύτταρα ώστε να εντοπίζουν τα άτομα με κατάθλιψη ή σχιζοφρένεια. Η μέθοδος, […]

Η κατάθλιψη θεωρείται ότι επηρεάζει πάνω από 300 εκατομμύρια άτομα σε όλο τον κόσμο ενώ η σχιζοφρένεια επηρεάζει 51 εκατομμύρια άτομα. Και οι δύο νόσοι έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή των πασχόντων.

Eρευνητές έχουν βρει ένα νέο τρόπο χρησιμοποίησης των πρωτεϊνών στα νευρικά κύτταρα ώστε να εντοπίζουν τα άτομα με κατάθλιψη ή σχιζοφρένεια. Η μέθοδος, που περιέγραψαν στο  Experimental Physiology, θα βοηθήσει στον εντοπισμό των ατόμων των οποίων η κατάθλιψη ή σχιζοφρένεια περιλαμβάνει σηματοδότηση μέσω ενός υποδοχέα που ονομάζεται NMDAR, και θα επιτρέψει τη διάκριση μεταξύ των δύο νόσων. Μέχρι τώρα δεν υπήρχαν διαγνωστικές εξετάσεις για το διαχωρισμό τους.

Η σηματοδότηση του υποδοχέα NMDA μπορεί να μειωθεί σε ασθενείς με σχιζοφρένεια και να είναι αυξημένη σε εκείνους με κατάθλιψη. Οι συγγραφείς ελπίζουν ότι η έρευνα αυτή θα αποτελέσει το πρώτο βήμα προς την παραγωγή ενός τεστ για τον εντοπισμό ορισμένων μορφών κατάθλιψης και σχιζοφρένειας. Η διάκριση αυτή θα μπορούσε να επιτρέψει πιο ακριβείς διαγνώσεις, καθώς και πιο στοχευμένη θεραπεία.

Οι ερευνητές χορήγησαν στους ασθενείς ένα υπέρτονο διάλυμα άλατος για την επαγωγή της απελευθέρωσης της ορμόνης αργινίνη-βαζοπρεσίνη (AVP), και στη συνέχεια μέτρησαν το επίπεδο της ορμόνης στο αίμα τους. Προηγουμένως, μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι η απελευθέρωση της AVP σε απόκριση στο διάλυμα άλατος εξαρτάται από την σηματοδότηση των υποδοχέων NMDA. Σε αυτή τη μελέτη, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η απελευθέρωση AVP μπορεί να διακρίνει τη σχιζοφρένεια από την κατάθλιψη.

Οι καταθλιπτικοί ασθενείς έδειξαν αυξημένη απελευθέρωση της ορμόνης, ενώ οι ασθενείς με σχιζοφρένεια παρουσίασαν μειωμένη απόκριση. Κλινικά, είναι δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ αυτών των δύο ασθενειών στις αρχικές φάσεις τους, επειδή τα συμπτώματα είναι μη-ειδικά και σχετικά ήπια. Η δοκιμασία αυτή μπορεί να είναι ένας απλός τρόπος για να διακρίνει και να προσδιορίσει τους ασθενείς με δυσλειτουργία των υποδοχέων NMDA σε κάθε διαταραχή. Η μελέτη ήταν μια συνεργασία μεταξύ του Πανεπιστημίου Yale, του εργαστηρίου John B. Pierce, και του Ιατρικού Κέντρου VA, West Haven, Connecticut.

Η Handan Gunduz-Bruce, συν-συγγραφέας της εργασίας, δήλωσε «Αυτός είναι ο πρώτος φυσιολογικός δείκτης για δύο μείζονες ψυχιατρικές διαταραχές που, σε πλήρη ανάπτυξη σε μία κλινική δοκιμή, θα μπορούσε να επιτρέψει έγκαιρα και με ακρίβεια τη διαλογή και την αγωγή για τους ασθενείς».