Ψυχική Υγεία

Ο γάμος “σκοτώνει” το στρες

healthweb.gr | Ειδήσεις όπως είναι.
Οι παντρεμένοι έχουν χαμηλότερα επίπεδα της κύριας ορμόνης του στρες στο αίμα τους, γεγονός που μπορεί να εξηγεί γιατί είθισται να έχουν καλύτερη υγεία από τους εργένηδες, σύμφωνα με μία νέα μελέτη. Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon, στο Πίτσμπουργκ, μέτρησαν τα επίπεδα της κορτιζόλης σε δείγματα σιέλου που έλαβαν από 572 υγιείς άνδρες και […]

Οι παντρεμένοι έχουν χαμηλότερα επίπεδα της κύριας ορμόνης του στρες στο αίμα τους, γεγονός που μπορεί να εξηγεί γιατί είθισται να έχουν καλύτερη υγεία από τους εργένηδες, σύμφωνα με μία νέα μελέτη. Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon, στο Πίτσμπουργκ, μέτρησαν τα επίπεδα της κορτιζόλης σε δείγματα σιέλου που έλαβαν από 572 υγιείς άνδρες και γυναίκες, ηλικίας 21 έως 55 ετών. Όπως διαπίστωσαν, όσοι από αυτούς ήταν παντρεμένοι είχαν επίμονα χαμηλότερα επίπεδα της ορμόνης του στρες, σε σύγκριση με όσους δεν είχαν παντρευτεί ποτέ ή είχαν χωρίσει.

Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης την ημερήσια διακύμανση της κορτιζόλης, διότι τυπικά τα επίπεδά της αυξάνονται όταν ξυπνάμε το πρωί και στη συνέχεια μειώνονται προοδευτικά καθώς περνά η μέρα. Το συμπέρασμά τους ήταν ότι στους παντρεμένους η μείωση της κορτιζόλης είναι ταχύτερη – μία τάση που σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο εκδηλώσεως στεφανιαίας νόσου και καλύτερη επιβίωση στους ασθενείς με καρκίνο, σύμφωνα με τους ειδικούς. Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι «οι ανύπανδροι άνθρωποι μπορεί να βιώνουν εντονότερο ψυχικό στρες απ’ ό,τι οι παντρεμένοι» λένε οι ερευνητές.

Και εξηγούν ότι το χρόνιο στρες διεγείρει τα επίπεδα της κορτιζόλης η οποία, με τη σειρά της, διαταράσσει την ικανότητα του σώματος να ρυθμίζει τη φλεγμονή και όταν η φλεγμονή είναι υπερβολική, συνεχής ή/και ανεξέλεγκτη προκαλεί πολλά και διαφορετικά νοσήματα. «Τα ευρήματά μας παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο οι στενές κοινωνικές σχέσεις επηρεάζουν την υγεία», δήλωσε ο επιβλέπων ερευνητής δρ Σέλντον Κοέν, καθηγητής Ψυχολογίας στο Carnegie Mellon. Η νέα μελέτη θα δημοσιευθεί στο τεύχος Απριλίου της επιθεωρήσεως Psychoneuroendocrinology.