Επιστημονικά Νέα

Με απλό έλεγχο ούρων η διάγνωση της νόσου των “τρελών αγελάδων’’

healthweb.gr | Ειδήσεις όπως είναι.
Ένας απλός έλεγχος των ούρων θα μπορούσε δυνητικά να χρησιμοποιηθεί για ένα γρήγορο και απλό τρόπο διάγνωσης της νόσου των Κρόϊτσφελ – Γιάκομπ (Creutzfeldt-Jacob Disease – CJD) ή της νόσου των “τρελών αγελάδων”, λένε οι επιστήμονες στο ιατρικό περιοδικό νευρολογίας “JAMA”. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει διαθέσιμος κάποιος απλός έλεγχος που μπορεί να διαγνώσει εάν […]

Ένας απλός έλεγχος των ούρων θα μπορούσε δυνητικά να χρησιμοποιηθεί για ένα γρήγορο και απλό τρόπο διάγνωσης της νόσου των Κρόϊτσφελ – Γιάκομπ (Creutzfeldt-Jacob Disease – CJD) ή της νόσου των “τρελών αγελάδων”, λένε οι επιστήμονες στο ιατρικό περιοδικό νευρολογίας “JAMA”.

Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει διαθέσιμος κάποιος απλός έλεγχος που μπορεί να διαγνώσει εάν ο ασθενής πάσχει από αυτή τη σπάνια, αλλά θανατηφόρα πάθηση του εγκεφάλου. Αντ ‘αυτού, οι γιατροί πρέπει να λάβουν ένα δείγμα του νωτιαίου υγρού ή εγκεφαλικού ιστού, ή να μεταβούν σε μια μετα-θανάτιο εξέταση του εγκεφάλου του παθόντα.

Με βάση μελετών και ερευνών του Δρ Γκράχαμ Τζάκσον και των συνεργατών του, οι μη-φυσιολογικές πρωτεΐνες prion, οι οποίες είναι οι υπεύθυνες για την εγκεφαλική βλάβη στην νόσο των Κρόϊτσφελ – Γιάκομπ, μπορούν πλέον να ανιχνευθούν με ένα απλό τσεκ-απ των ούρων.

Αυτό μπορεί να προσφέρει μια γρήγορη μέθοδο για τη διάγνωση της νόσου CJD, αν και δυστυχώς δεν υπάρχει καμία γνωστή θεραπεία.

Η νόσος αυτή, εμφανίζεται σε μεγάλες ηλικίες και έχει γρήγορη εξέλιξη. Συνήθως, η έναρξη των συμπτωμάτων γίνεται γύρω από την ηλικία των 60 ετών και το 90% των ασθενών, πεθαίνουν εντός ενός έτους. Κατά τα πρώτα στάδια της νόσου, οι ασθενείς αυτοί παρουσιάζουν μείωση της μνήμης, αλλαγές της συμπεριφοράς, έλλειψη συντονισμού των κινήσεων και οπτικές διαταραχές. Καθώς η ασθένεια εξελίσσεται, η έκπτωση των διανοητικών λειτουργιών καθίσταται εμφανέστερη, ενώ μπορεί να εμφανισθεί τύφλωση, γενικευμένη αδυναμία των άκρων και τελικά, κώμα.

Σύμφωνα με την μελέτη του Δρ Γκράχαμ Τζάκσον και των συνεργατών του πάνω σε 162 δείγματα ούρων, τα αποτελέσματα ποτέ δεν έδωσαν μία ψεύτικη-θετική απάντηση, γεγονός που σημαίνει ότι όσοι συμμετέχοντες δεν έπασχαν από την νόσο δεν διαγνώστηκαν ως θετικοί σε αυτή.

Από την άλλη, όσο αφορά τους ασθενείς που πάσχουν από την νόσο CJD, η μέθοδος τους κρίθηκε λιγότερο αποτελεσματική ως προς τη διάγνωσή της. Πιο συγκεκριμένα, οι επιστήμονες κατάφεραν να διαγνώσουν σωστά σχεδόν τους μισούς ασθενείς που συμμετείχαν στην έρευνα.

Οι ερευνητές ελπίζουν ότι στο μέλλον θα καταφέρουν να βελτιώσουν πολύ παραπάνω την μέθοδο τους, ώστε να έχει τη δυνατότητα να διαγνώσει με μεγάλο ποσοστό επιτυχίας όλους τους τύπους της νόσου.

“Αν και δεν υπάρχει κάποια θεραπεία για τη συγκεκριμένη νόσο, μία ακριβής και πρώιμη διάγνωση είναι πολύ σημαντική τόσο για τους ασθενείς, όσο και για τις οικογένειές τους”, δήλωσε ο Δρ Γκράχαμ Τζάκσον στο περιοδικό νευρολογίας.