Επιστημονικά Νέα

Έρευνα: Μεγαλύτερος ο κίνδυνος άγχους κάτω απο 35 ετών

healthweb.gr | Ειδήσεις όπως είναι.
Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε υπό την καθοδήγηση του Πανεπιστημίου του Cambridge και δημοσιευθηκε στο περιοδικό BrainandBehavior, αποκαλύφθηκε πως οι γυναίκες έχουν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες από τους άνδρες να βιώσουν το άγχος σύμφωνα με μια επανεξέταση υπαρχόντων επιστημονικών ερευνών, ενώ και πιο γενικά τα άτομα κάτω των 35 ετών προσβάλονται πιο εύκολα. Στη μελέτη αναφέρεται επίσης […]

Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε υπό την καθοδήγηση του Πανεπιστημίου του Cambridge και δημοσιευθηκε στο περιοδικό BrainandBehavior, αποκαλύφθηκε πως οι γυναίκες έχουν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες από τους άνδρες να βιώσουν το άγχος σύμφωνα με μια επανεξέταση υπαρχόντων επιστημονικών ερευνών, ενώ και πιο γενικά τα άτομα κάτω των 35 ετών προσβάλονται πιο εύκολα.

Στη μελέτη αναφέρεται επίσης ότι οι κάτοικοι της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, είναι περισσότερο πιθανό να υποφέρουν από άγχος, από ότι άνθρωποι από άλλους πολιτισμούς, υπογραμμίζοντας ακόμη πως οι διαταραχές άγχους διπλασιάζουν την επιβάρυνση σε ανθρώπους που βιώνουν άλλα προβλήματα υγείας, όπως καρδιακές παθήσεις, καρκίνο κλπ., το ίδιο φαίνεται ότι συμβαίνει ακόμη και σε γυναίκες σε εγκυμοσύνη.

Οι διαταραχές άγχους είναι από πιο συνηθισμένα ψυχικά προβλήματα υγείας στο Δυτικό κόσμο και συχνά εκδηλώνονται ως υπερβολική ανησυχία, φόβο και μια τάση αποφυγής δυνητικά στρεσογόνων καταστάσεων, όπου συμπεριλαμβάνονται και οι κοινωνικές συναθροίσεις, έχουν ετήσιο κόστος στις ΗΠΑ, που εκτιμάται στα 42,3 εκατομμύρια. Παράλληλα όμως και στην Ευρωπαϊκή Ένωση πάνω από 60 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν προσβληθεί από διαταραχές άγχους σε μια ορισμένη χρονιά.

Σε μια προσπάθεια να συντεθούν οι διάφορες μελέτες, ερευνητές από το Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας, του Πανεπιστημίου του Cambridge και με τη χρηματοδότηση τουΕθνικού Ινστιτούτου για την Έρευνα στην Υγεία (NIHR), διεξήγαγαν μια συνολική επανεξέταση των συστηματικών εργασιών. Από ένα σύνολο πάνω από 1200 εργασιών, οι ερευνητές προσδιόρισαν 48 που ταίριαζαν στα κριτήριά τους για να ενταχθούν στην επανεξέταση που επιχειρούσαν.

Το συνολικό ποσοστό των ανθρώπων που επηρεάστηκαν μεταξύ 1990 και 2010, παρέμεινε αμετάβλητο, με περίπου 4 στους 100 να βιώνουν άγχος. Το υψηλότερο ποσοστό ανθρώπων με άγχος εντοπίζεται στην Βόρεια Αμερική, όπου σχεδόν 8 άτομα από κάθε 100 έχουν επηρεαστεί, ενώ το χαμηλότερο ποσοστό εντοπίζεται στην Ανατολική Ασία, όπου λιγότερο από 3 άτομα από κάθε 100 έχουν αυτό το ψυχικό πρόβλημα.

Φαίνεται ότι είναι δυσανάλογα επηρεασμένα τα νεαρά άτομα – τόσο άνδρες, όσο και γυναίκες – κάτω από 35 ετών. Όσον αφορά στα άτομα με άλλα προβλήματα υγείας, οι ερευνητές βρήκαν ότι είναι πολύ πιο πιθανό να επηρεαστούν από άγχος: Για παράδειγμα ένας στους δέκα ενήλικες (10,9%) με καρδιαγγειακά προβλήματα, οι οποίοι ζουν σε Δυτικές χώρες προσβάλλονται από γενικευμένες διαταραχές άγχους, με τις γυναίκες να εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα άγχους από ότι οι άνδρες. Άτομα με πολλαπλή σκλήρυνση κατά πλάκας είναι αυτά που προσβάλλονται περισσότερο, καθώς ένας στους τρεις πάσχοντες (32%) παρουσιάζουν διαταραχές άγχους.

Επίσης επισημάνθηκε πως η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD) είναι πρόβλημα για τις γυναίκες σε εγκυμοσύνη, καθώς και στην περίοδο αμέσως μετά τη γέννηση. Στον γενικό πληθυσμό, μόνο ένα στα 100 άτομα προσβάλλονται από OCD, αλλά το ποσοστό διπλασιάζονταν στις έγκυες και ήταν ελαφρώς υψηλότερο στις γυναίκες μετά από τον τοκετό.

Τα  δεδομένα από διάφορες ομάδες είναι ελλιπή ή χαμηλής ποιότητας, όπως για παράδειγμα για περιθωριοποιημένες κοινότητες, χρήστες ναρκωτικών, νέους του δρόμου και εργαζόμενους στο σεξ. Οι διαταραχές άγχους αποτελούν επίσης σημαντικό ζήτημα ανάμεσα σε άτομα που χαρακτηρίζονται ως λεσβίες, γκέι ή αμφίφυλα. Ωστόσο δεν υπάρχουν αρκετές μελέτες σε αυτούς τους πληθυσμούς και αυτές που επανεξετάστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας αυτής, θεωρήθηκε ότι είναι μεταβλητής ποιότητας. Οι ερευνητές ελπίζουν ότι στο μέλλον θα υπάρξει μεγαλύτερος αριθμός μελετών για τις διαταραχές άγχους, ώστε να μειωθεί το χάσμα με τους πληθυσμούς για τους οποίους δεν υπάρχουν δεδομένα. Έτσι προσανατολίζοντας την μελλοντική έρευνα σε αυτές τις ομάδες ελπίζουν να υπάρξουν στοιχεία που να επιτρέψουν να διαμορφωθούν συνθήκες για να μειωθεί το ατομικό και συνολικό φορτίο άγχους