Όταν ο λήπτης λαμβάνει αίμα που δεν ταιριάζει με τον τύπο του, το ανοσοποιητικό σύστημα αναγνωρίζει τα ξένα ερυθροκύτταρα ως απειλή και ενεργοποιεί μια σειρά αντιδράσεων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αιμόλυση, δηλαδή καταστροφή των ξένων ερυθροκυττάρων. Τα απελευθερούμενα συστατικά, όπως η αιμοσφαιρίνη, μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές επιπλοκές. Μία από τις πιο άμεσες συνέπειες είναι η αιμόλυση οξεία, που μπορεί να εμφανιστεί μέσα σε λίγα λεπτά έως ώρες μετά τη μετάγγιση. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν ρίγος, πυρετό, δυσκολία στην αναπνοή, πόνο στο στήθος, πρήξιμο ή δυσφορία στη περιοχή της μετάγγισης, και σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια ή ακόμη και σε θανατηφόρα έκβαση.
Επιπλέον, η απελευθέρωση της αιμοσφαιρίνης και άλλων συστατικών μπορεί να προκαλέσει νεφρική βλάβη, γνωστή και ως αιμοσφαιριναιμία, που μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια. Η καταστροφή των ερυθροκυττάρων και η απελευθέρωση τοξικών ουσιών μπορούν επίσης να προκαλέσουν ευρεία φλεγμονή και διαταραχές στη ροή του αίματος, όπως ο συστημικός ερυθηματώδης αποκλεισμός. Επιπλέον, η αντίδραση αυτή μπορεί να προκαλέσει την ενεργοποίηση του συστήματος πήξης, οδηγώντας σε διαταραχές πήξης και σχηματισμό θρόμβων, που μπορούν να εμποδίσουν την κυκλοφορία του αίματος σε ζωτικά όργανα, προκαλώντας περαιτέρω βλάβες.

Σε περίπτωση που η λανθασμένη μετάγγιση δεν αντιμετωπιστεί άμεσα, οι επιπλοκές μπορεί να αποβούν μοιραίες. Η άμεση διακοπή της μετάγγισης, η χορήγηση υποστηρικτικής θεραπείας, όπως υγρά, φάρμακα για την καταστολή της αντίδρασης και η αντιμετώπιση τυχόν νεφρικής ή καρδιακής ανεπάρκειας, είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του ασθενούς. Συνοψίζοντας, η μετάγγιση λάθος τύπου αίματος προκαλεί σοβαρές ανοσολογικές αντιδράσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε αιμόλυση, νεφρική βλάβη, αναπνευστικά προβλήματα και ακόμη και θάνατο. Για το λόγο αυτό, η σωστή τροφοδότηση και η αυστηρή διασταύρωση των στοιχείων πριν από κάθε μετάγγιση είναι ζωτικής σημασίας για την αποφυγή αυτών των επικίνδυνων επιπλοκών.