Αιτιολογία και παθογένεια: Η ακριβής αιτία της κροταφικής αρτηρίτιδας παραμένει ασαφής, αλλά θεωρείται ότι πρόκειται για αυτοάνοση αντίδραση. Το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στα τοιχώματα των αρτηριών, πιθανώς λόγω γενετικών προδιαθεσικών παραγόντων και περιβαλλοντικών ερεθισμάτων. Η φλεγμονή προκαλεί πάχυνση και στένωση των αρτηριών, μειώνοντας τον αιματισμό σε περιοχές που εξυπηρετούνται από αυτές.
Συμπτώματα: Τα κύρια συμπτώματα περιλαμβάνουν πονοκέφαλο, ειδικά στην περιοχή των κροτάφων, ευαισθησία ή πόνο στην αφή, απώλεια της όρασης, και γενική αίσθηση αδιαθεσίας. Ο πόνος συχνά είναι μονόπλευρος και εντοπίζεται στον κροταφικό χώρο. Μπορεί επίσης να παρουσιαστεί πυρετός, αδυναμία, και απώλεια όρεξης. Η σοβαρότερη επιπλοκή είναι η απώλεια της όρασης, που μπορεί να είναι οριστική εάν η νόσος δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα.
Διάγνωση: Η διάγνωση βασίζεται σε κλινικά ευρήματα, ιστορικό και εργαστηριακές εξετάσεις. Η ταχύτατη ανίχνευση και αντιμετώπιση είναι ζωτικής σημασίας. Οι εξετάσεις περιλαμβάνουν:
- Τεστ αίματος για δείκτες φλεγμονής, όπως η ταχεία αντίδραση της πρωτεΐνης (CRP) και η ταχύτητα καθίζησης αιμοσφαιρίων (ESR), που συχνά είναι αυξημένοι.
- Βιοψία αρτηρίας: η πιο αξιόπιστη διαγνωστική μέθοδος, όπου αποκόπτεται μικρό δείγμα αρτηρίας για ιστολογική εξέταση.
- Εικόνες, όπως υπερηχογράφημα ή αγγειογραφία, μπορούν να βοηθήσουν στην αξιολόγηση της αρτηριακής παθολογίας.
Θεραπεία: Η άμεση έναρξη θεραπείας με υψηλές δόσεις κορτικοστεροειδών (π.χ., πρεδνιζόνη) είναι ζωτικής σημασίας για την αποτροπή σοβαρών επιπλοκών, όπως η τύφλωση. Τα κορτικοστεροειδή μειώνουν τη φλεγμονή και αποκαθιστούν μέρος της αιματικής ροής. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθούν και ανοσοκατασταλτικά φάρμακα.

Πρόγνωση και επιπλοκές: Με έγκαιρη και κατάλληλη θεραπεία, η πρόγνωση είναι γενικά καλή, αλλά η καθυστερημένη διάγνωση μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη απώλεια όρασης και άλλες σοβαρές επιπλοκές. Η παρακολούθηση της νόσου είναι αναγκαία, καθώς μπορεί να υποτροπιάσει.