Πρώτον, η συλλογή και αποθήκευση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, όπως η ημερομηνία έναρξης και λήξης της περιόδου, τα συμπτώματα, η διάθεση και άλλα σχετικά στοιχεία, μπορεί να αποτελέσει στόχο για hackers ή κακόβουλες εταιρείες. Αν τα δεδομένα αυτά διαρρεύσουν ή καταχραστούν, μπορεί να χρησιμοποιηθούν για καταστάσεις παρενόχλησης, διακρίσεων ή ακόμα και οικονομικής εκμετάλλευσης της χρήστριας.
Δεύτερον, οι εφαρμογές ενδέχεται να μοιράζονται ή να πωλούν τα δεδομένα των χρηστών σε τρίτους, χωρίς η ίδια η χρήστρια να το γνωρίζει ή να έχει δώσει την έγκρισή της. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητη διαφήμιση, στοχοποίηση από διαφημιστικές εταιρείες ή ακόμα και σε πιο σοβαρά ζητήματα, όπως η διαχείριση προσωπικών ή ιατρικών πληροφοριών από άγνωστους φορείς.
Τρίτον, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αξιοπιστία των εφαρμογών είναι αμφίβολη. Μια εφαρμογή που δεν ακολουθεί τις κατάλληλες προδιαγραφές ασφαλείας ή που δεν διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα των δεδομένων μπορεί να εκθέσει τις χρήστριες σε κινδύνους.
Τέταρτον, η ψυχολογική επίπτωση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Η συνεχής παρακολούθηση και καταγραφή των κύκλων μπορεί να προκαλέσει άγχος ή ανησυχία, ειδικά αν η εφαρμογή δίνει ανακριβείς προβλέψεις ή αν η χρήση της δεν συνοδεύεται από επαρκή ενημέρωση και υποστήριξη.

Τελικά, η χρήση τέτοιων εφαρμογών απαιτεί προσοχή και κριτική σκέψη. Οι χρήστριες πρέπει να διαβάζουν προσεκτικά τους όρους χρήσης, να επιλέγουν αξιόπιστες και πιστοποιημένες εφαρμογές και να λαμβάνουν μέτρα προστασίας των προσωπικών τους δεδομένων, όπως η χρήση κωδικών πρόσβασης και η ενεργοποίηση των ρυθμίσεων απορρήτου. Μόνο έτσι μπορούν να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας, μειώνοντας ταυτόχρονα τους κινδύνους που αυτή ενέχει.