Ο ηπατογενής διαβήτης συχνά σχετίζεται με σοβαρές ηπατικές παθήσεις, όπως κίρρωση, ηπατική ανεπάρκεια και ηπατίτιδα, και χαρακτηρίζεται από δυσκολία στη ρύθμιση του σακχάρου λόγω διαταραχών στη σύνθεση, αποθήκευση και απελευθέρωση γλυκόζης από το ήπαρ. Η δυσλειτουργία του ήπατος επηρεάζει την παραγωγή της ινσουλίνης και την ανταπόκριση των ιστών σε αυτήν, οδηγώντας σε διαταραχές που δεν ταιριάζουν απαραίτητα με τις κλασικές μορφές διαβήτη.
Μία από τις επικίνδυνες παγίδες είναι η διαφορά στη διαγνωστική προσέγγιση. Τα κλασικά τεστ, όπως η μέτρηση της γλυκόζης αίματος και η δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη, μπορεί να δώσουν παραπλανητικά αποτελέσματα σε ασθενείς με ηπατογενή διαβήτη, καθώς η ηπατική δυσλειτουργία επηρεάζει την αποθήκευση και απελευθέρωση γλυκόζης. Επιπλέον, η παρουσία ηπατικών παθήσεων μπορεί να συγχέεται με άλλες αιτίες υπεργλυκαιμίας, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η σωστή διάγνωση και η κατάλληλη θεραπεία.
Ένα ακόμα σημαντικό σημείο είναι η διαφορά στη θεραπευτική προσέγγιση. Οι κλασικοί τύποι διαβήτη συχνά αντιμετωπίζονται με ινσουλίνη ή αντιδιαβητικά φάρμακα, ενώ η αντιμετώπιση του ηπατογενούς διαβήτη χρειάζεται πρώτα και κύρια την αντιμετώπιση της υποκείμενης ηπατικής διαταραχής. Η διατήρηση της υγείας του ήπατος και η αποκατάσταση της ηπατικής λειτουργίας μπορούν να οδηγήσουν σε βελτίωση της γλυκαιμικής ρύθμισης, ενώ η απλή χορήγηση αντιδιαβητικών φαρμάκων μπορεί να μην αποφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Μια άλλη παγίδα είναι η συχνή παρουσία συνυπαρχουσών καταστάσεων, όπως η δυσλιπιδαιμία και η υπέρταση, που συχνά συνοδεύουν ηπατικές παθήσεις και αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επιπλοκών. Επομένως, η ολοκληρωμένη αξιολόγηση και η διαχείριση πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τόσο τον διαβήτη όσο και την ηπατική νόσο, προκειμένου να αποφευχθούν επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν από την ανεπαρκή αντιμετώπιση.